
Τον Ιούλιο του 1828, στο έβδομο έτος του Απελευθερωτικού Αγώνα, δέκα μήνες μετά την καταναυμάχηση του τουρκικού στόλου στο Ναβαρίνο, επτά μήνες μετά την άφιξη του Κυβερνήτη Καποδίστρια στο Ναύπλιο και τέσσερις μήνες μετά την κήρυξη του νέου ρωσοτουρκικού πολέμου, οι τρείς ρυθμίστριες Ευρωπαϊκές δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, αποφάσισαν με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου την αποστολή στο Μοριά γαλλικού εκστρατευτικού σώματος.
Αυτό θα είχε ως έργο την επιβολή της ανακωχής μεταξύ των εμπολέμων Ελλήνων και Τούρκων και την επίβλεψη της εκκένωσης της Πελοποννήσου από τον Αιγυπτιακό στρατό. Έτσι, στα τέλη Αυγούστου και στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1828, 15.000 άνδρες υπο τις διαταγές του στρατηγού Μaison αποβιβάστηκαν στην Μεσσηνία.
Στο διάστηµα που παρέµειναν στην Πελοπόννησο, τους πρώτους µήνες υπό την αρχηγία του Maison και αργότερα υπό τον Schneider, οι Γάλλοι στρατιώτες επιδόθηκαν σε ποικίλες εργασίες αποκατάστασης της ζωής στις περιοχές όπου ήταν εγκατεστηµένοι και κυρίως στη Μεσσηνία, όπου βρισκόταν το αρχηγείο τους. Από τις πιο σηµαντικές δραστηριότητές τους, υπό την καθοδήγηση του σώµατος του Μηχανικού, ήταν η αποκατάσταση των φρουρίων που κατέλαβαν στην Πελοπόννησο και η ανοικοδόµηση των πόλεων που είχαν καταστραφεί ολοκληρωτικά από τους µακροχρόνιους πολέµους και από το στρατό του Ιµπραήµ. Πράγµατι, όταν έφθασαν οι Γάλλοι, η κατάσταση της χώρας ήταν άθλια και η όψη της φοβερή.
Καθοριστική για τους Γάλλους ήταν και η επικοινωνία των δύο φρουρίων, Μεθώνης και Ναβαρίνου, που κράτησαν στην κυριαρχία τους, καθώς στο ένα ήταν εγκατεστηµένο το αρχηγείο τους και στο άλλο βρισκόταν το µεγαλύτερο µέρος του σώµατος. Η περιοχή µεταξύ Ναβαρίνου και Μεθώνης, ήδη από τα πρώτα χρόνια της δράσης του Ιµπραήµ στην Πελοπόννησο, ήταν ολότελα κατεστραµµένη και τα χωριά είχαν ισοπεδωθεί από τα αιγυπτιακά στρατεύµατα. Ο δρόµος, πετρώδης και αρκετά δύσβατος, στενός στην αρχή και πλατύτερος αργότερα, περνούσε µέσα από µία πεδιάδα στην οποία είχαν αποµείνει µόνο χαλάσµατα και τα ερείπια ενός αρχαίου παρεκκλησίου, αφιερωµένου στον Άγιο Νικόλαο, του µοναδικού µνηµείου που σεβάσθηκαν οι Αιγύπτιοι, ενώ παλαιότερα υπήρχαν χωριά και χιλιάδες ελιές. Οι µηχανικοί και οι στρατιώτες της Γαλλικής Αποστολής προχώρησαν στη χάραξη και κατασκευή του δρόµου που ένωνε τις δύο πόλεις. Όπως αναφέρει ο Puaux, περίπου στα µισά του δρόµου, στο ύψος του Καινούργιου Χωριού, κοντά σε µία πηγή και µία παµπάλαια συκιά, υπήρχε το καπηλειό του Πανάγου, ενός Έλληνα βετεράνου της ναπολεόντειας στρατιάς. Οι Γάλλοι στρατιώτες που εργάζονταν για την κατασκευή του δρόµου πήγαιναν εκεί, έπιναν ρακί και αγόραζαν κυνήγι. Εκεί κοντά ο Schneider είχε κατασκευάσει και ένα σανατόριο για τους στρατιώτες, το οποίο όµως γρήγορα εγκαταλείφθηκε.
Χαρακτηριστική είναι και η μαρτυρία του αρχηγού της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής Bory de Saint Vincent, όπου στις 4 Μαρτίου 1829 γράφει σχετικά: "Εδώ αρχίζει ένας δρόμος λιθόστρωτος, δύο περίπου μέτρα φαρδύς, καλούτσικα χαραγμένος, με πολλές λακκούβες, στρωμένος με στρογγυλεμένες πέτρες, κακά αρμοσμένες. (2 λέυγες, 6 ώρες βάδισμα). Τον είχαν φτιάξει οι Βενετοί. Στη συνέχεια βρήκαμε και άλλους παρόμοιους δρόμους σε πολλά μέρη της Πελοποννήσου. Ήταν όλοι τους άκρως επικίνδυνοι για τα άλογα, που ένας θεός ξέρει πώς δεν τσακίζονται συνέχεια. Τις ελάχιστες φορές που πήρα άλογο στην Πελοπόννησο, προτίμησα τα διπλανά κατσάβραχα παρά να ακολουθήσω τέτοιους δρόμους. Συνήθως τους απέφευγα κι αναζητούσα περάσματα δεξιά κι αριστερά, όσο κι αν ήταν δύσβατα".
Ο δρόµος αυτός, αν και µικρού µήκους (µόλις 12 χιλιοµέτρων), ήταν ο πρώτος αµαξιτός δρόµος που κατασκευάσθηκε στην Ελλάδα. Ο µόνος άλλος που άνοιξε το 1830 για τις φορτηγές άµαξες ήταν αυτός µεταξύ Άργους και Ναυπλίου. ∆υστυχώς όµως αµέσως µετά την αποχώρηση των Γάλλων η οδός καταστράφηκε και οι άµαξες που τη διέσχιζαν παρέµειναν εγκαταλελειµµένες στο φρούριο της Μεθώνης [Σύµφωνα µε τη διήγηση του Αριστοµένους Μιχαήλ (βιβλίο του "Μιχαήλ, Α.Π., Ιστορία της πόλεως Πύλου, Εν Αθήναις 1888 (φωτ. ανατύπωση, εκδ. Καραβία, Αθήνα 1980), ο οποίος, παιδί ακόµη, πρόλαβε να ανεβεί σε µία από αυτές τις άμαξες στη Μεθώνη.
Τέλος, χαρακτηριστικό του γεγονότος αυτού αποτελεί το άρθρο της εφημερίδας "Πελοπόννησος" της 20ης Αυγούστου 1860. Σύμφωνα με τον συντάκτη, Γαλλικό ατμόπλοιο που μετέφερε 850 Γάλλους στρατιώτες με προορισμό την Βυρητό* λόγω βλάβης αγκυροβόλησε στο λιμένα του Ναβαρίνου και κατασκήνωσαν στην θέση "καμάρες" ανατολικά του φρουρίου. Η κατασκήνωσης αυτή, αναπολεί στη μνήμη, σύμφωνα με τον συντάκτη, την Γαλλική Αποστολή του έτους 1828 στην περιοχή. Κατά την διαμονή τους το 1828 κατασκεύασαν μεταξύ άλλων την "απο Πύλον προς Μεθώνη αμαξιτή οδόν", η οποία κατά το έτος 1860 "της δε αμαξιτής από Πύλου μέχρι Μεθώνης οδού ούτε ίχνος αλλά δύσβατον και τοις οδοιπόροις επικίνδυνον!".
* Στις 22 Μαΐου 1860, μια μικρή ομάδα Μαρωνιτών άνοιξε πυρ προς μια ομάδα Δρούζων στην είσοδο της Βηρυτού, σκοτώνοντας έναν και τραυματίζοντας δύο. Αυτό προκάλεσε ένα χείμαρρο βίας που σάρωσε το Λίβανο. Σε μόλις τρεις ημέρες, από τις 29 έως τις 31 Μαΐου 1860, 60 χωριά καταστράφηκαν κοντά στη Βυρήτο, ένω μέχρι τον Ιούνιο οι ταραχές είχαν εξαπλωθεί στις «μικτές» γειτονιές του νότιου Λιβάνου. Η Γαλλία παρενέβη εξ ονόματος του τοπικού χριστιανικού πληθυσμού και η Μεγάλη Βρετανία εξ ονόματος των Δρούζων μετά τις σφαγές, στις οποίες σκοτώθηκαν πάνω από 10.000 χριστιανοί.Τον Ιούλιο του 1828, στο έβδομο έτος του Απελευθερωτικού Αγώνα, δέκα μήνες μετά την καταναυμάχηση του τουρκικού στόλου στο Ναβαρίνο, επτά μήνες μετά την άφιξη του Κυβερνήτη Καποδίστρια στο Ναύπλιο και τέσσερις μήνες μετά την κήρυξη του νέου ρωσοτουρκικού πολέμου, οι τρείς ρυθμίστριες Ευρωπαϊκές δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, αποφάσισαν με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου την αποστολή στο Μοριά γαλλικού εκστρατευτικού σώματος. Αυτό θα είχε ως έργο την επιβολή της ανακωχής μεταξύ των εμπολέμων Ελλήνων και Τούρκων και την επίβλεψη της εκκένωσης της Πελοποννήσου από τον Αιγυπτιακό στρατό. Έτσι, στα τέλη Αυγούστου και στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1828, 15.000 άνδρες υπο τις διαταγές του στρατηγού Μaison αποβιβάστηκαν στην Μεσσηνία.
Στο διάστηµα που παρέµειναν στην Πελοπόννησο, τους πρώτους µήνες υπό την αρχηγία του Maison και αργότερα υπό τον Schneider, οι Γάλλοι στρατιώτες επιδόθηκαν σε ποικίλες εργασίες αποκατάστασης της ζωής στις περιοχές όπου ήταν εγκατεστηµένοι και κυρίως στη Μεσσηνία, όπου βρισκόταν το αρχηγείο τους. Από τις πιο σηµαντικές δραστηριότητές τους, υπό την καθοδήγηση του σώµατος του Μηχανικού, ήταν η αποκατάσταση των φρουρίων που κατέλαβαν στην Πελοπόννησο και η ανοικοδόµηση των πόλεων που είχαν καταστραφεί ολοκληρωτικά από τους µακροχρόνιους πολέµους και από το στρατό του Ιµπραήµ. Πράγµατι, όταν έφθασαν οι Γάλλοι, η κατάσταση της χώρας ήταν άθλια και η όψη της φοβερή
Καθοριστική για τους Γάλλους ήταν και η επικοινωνία των δύο φρουρίων, Μεθώνης και Ναβαρίνου, που κράτησαν στην κυριαρχία τους, καθώς στο ένα ήταν εγκατεστηµένο το αρχηγείο τους και στο άλλο βρισκόταν το µεγαλύτερο µέρος του σώµατος. Η περιοχή µεταξύ Ναβαρίνου και Μεθώνης, ήδη από τα πρώτα χρόνια της δράσης του Ιµπραήµ στην Πελοπόννησο, ήταν ολότελα κατεστραµµένη και τα χωριά είχαν ισοπεδωθεί από τα αιγυπτιακά στρατεύµατα. Ο δρόµος, πετρώδης και αρκετά δύσβατος, στενός στην αρχή και πλατύτερος αργότερα, περνούσε µέσα από µία πεδιάδα στην οποία είχαν αποµείνει µόνο χαλάσµατα και τα ερείπια ενός αρχαίου παρεκκλησίου, αφιερωµένου στον Άγιο Νικόλαο, του µοναδικού µνηµείου που σεβάσθηκαν οι Αιγύπτιοι, ενώ παλαιότερα υπήρχαν χωριά και χιλιάδες ελιές. Οι µηχανικοί και οι στρατιώτες της Γαλλικής Αποστολής προχώρησαν στη χάραξη και κατασκευή του δρόµου που ένωνε τις δύο πόλεις. Όπως αναφέρει ο Puaux, περίπου στα µισά του δρόµου, στο ύψος του Καινούργιου Χωριού, κοντά σε µία πηγή και µία παµπάλαια συκιά, υπήρχε το καπηλειό του Πανάγου, ενός Έλληνα βετεράνου της ναπολεόντειας στρατιάς. Οι Γάλλοι στρατιώτες που εργάζονταν για την κατασκευή του δρόµου πήγαιναν εκεί, έπιναν ρακί και αγόραζαν κυνήγι. Εκεί κοντά ο Schneider είχε κατασκευάσει και ένα σανατόριο για τους στρατιώτες, το οποίο όµως γρήγορα εγκαταλείφθηκε.
Χαρακτηριστική είναι και η μαρτυρία του αρχηγού της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής Bory de Saint Vincent, όπου στις 4 Μαρτίου 1829 γράφει σχετικά: "Εδώ αρχίζει ένας δρόμος λιθόστρωτος, δύο περίπου μέτρα φαρδύς, καλούτσικα χαραγμένος, με πολλές λακκούβες, στρωμένος με στρογγυλεμένες πέτρες, κακά αρμοσμένες. (2 λέυγες, 6 ώρες βάδισμα). Τον είχαν φτιάξει οι Βενετοί. Στη συνέχεια βρήκαμε και άλλους παρόμοιους δρόμους σε πολλά μέρη της Πελοποννήσου. Ήταν όλοι τους άκρως επικίνδυνοι για τα άλογα, που ένας θεός ξέρει πώς δεν τσακίζονται συνέχεια. Τις ελάχιστες φορές που πήρα άλογο στην Πελοπόννησο, προτίμησα τα διπλανά κατσάβραχα παρά να ακολουθήσω τέτοιους δρόμους. Συνήθως τους απέφευγα κι αναζητούσα περάσματα δεξιά κι αριστερά, όσο κι αν ήταν δύσβατα".
Ο δρόµος αυτός, αν και µικρού µήκους (µόλις 12 χιλιοµέτρων), ήταν ο πρώτος αµαξιτός δρόµος που κατασκευάσθηκε στην Ελλάδα. Ο µόνος άλλος που άνοιξε το 1830 για τις φορτηγές άµαξες ήταν αυτός µεταξύ Άργους και Ναυπλίου. ∆υστυχώς όµως αµέσως µετά την αποχώρηση των Γάλλων η οδός καταστράφηκε και οι άµαξες που τη διέσχιζαν παρέµειναν εγκαταλελειµµένες στο φρούριο της Μεθώνης [Σύµφωνα µε τη διήγηση του Αριστοµένους Μιχαήλ (βιβλίο του "Μιχαήλ, Α.Π., Ιστορία της πόλεως Πύλου, Εν Αθήναις 1888 (φωτ. ανατύπωση, εκδ. Καραβία, Αθήνα 1980), ο οποίος, παιδί ακόµη, πρόλαβε να ανεβεί σε µία από αυτές τις άμαξες στη Μεθώνη.
Τέλος, χαρακτηριστικό του γεγονότος αυτού αποτελεί το άρθρο της εφημερίδας "Πελοπόννησος" της 20ης Αυγούστου 1860. Σύμφωνα με τον συντάκτη, Γαλλικό ατμόπλοιο που μετέφερε 850 Γάλλους στρατιώτες με προορισμό την Βυρητό* λόγω βλάβης αγκυροβόλησε στο λιμένα του Ναβαρίνου και κατασκήνωσαν στην θέση "καμάρες" ανατολικά του φρουρίου. Η κατασκήνωσης αυτή, αναπολεί στη μνήμη, σύμφωνα με τον συντάκτη, την Γαλλική Αποστολή του έτους 1828 στην περιοχή. Κατά την διαμονή τους το 1828 κατασκεύασαν μεταξύ άλλων την "απο Πύλον προς Μεθώνη αμαξιτή οδόν", η οποία κατά το έτος 1860 "της δε αμαξιτής από Πύλου μέχρι Μεθώνης οδού ούτε ίχνος αλλά δύσβατον και τοις οδοιπόροις επικίνδυνον!".
* Στις 22 Μαΐου 1860, μια μικρή ομάδα Μαρωνιτών άνοιξε πυρ προς μια ομάδα Δρούζων στην είσοδο της Βηρυτού, σκοτώνοντας έναν και τραυματίζοντας δύο. Αυτό προκάλεσε ένα χείμαρρο βίας που σάρωσε το Λίβανο. Σε μόλις τρεις ημέρες, από τις 29 έως τις 31 Μαΐου 1860, 60 χωριά καταστράφηκαν κοντά στη Βυρήτο, ένω μέχρι τον Ιούνιο οι ταραχές είχαν εξαπλωθεί στις «μικτές» γειτονιές του νότιου Λιβάνου. Η Γαλλία παρενέβη εξ ονόματος του τοπικού χριστιανικού πληθυσμού και η Μεγάλη Βρετανία εξ ονόματος των Δρούζων μετά τις σφαγές, στις οποίες σκοτώθηκαν πάνω από 10.000 χριστιανοί.Τον Ιούλιο του 1828, στο έβδομο έτος του Απελευθερωτικού Αγώνα, δέκα μήνες μετά την καταναυμάχηση του τουρκικού στόλου στο Ναβαρίνο, επτά μήνες μετά την άφιξη του Κυβερνήτη Καποδίστρια στο Ναύπλιο και τέσσερις μήνες μετά την κήρυξη του νέου ρωσοτουρκικού πολέμου, οι τρείς ρυθμίστριες Ευρωπαϊκές δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, αποφάσισαν με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου την αποστολή στο Μοριά γαλλικού εκστρατευτικού σώματος. Αυτό θα είχε ως έργο την επιβολή της ανακωχής μεταξύ των εμπολέμων Ελλήνων και Τούρκων και την επίβλεψη της εκκένωσης της Πελοποννήσου από τον Αιγυπτιακό στρατό. Έτσι, στα τέλη Αυγούστου και στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1828, 15.000 άνδρες υπο τις διαταγές του στρατηγού Μaison αποβιβάστηκαν στην Μεσσηνία.
Στο διάστηµα που παρέµειναν στην Πελοπόννησο, τους πρώτους µήνες υπό την αρχηγία του Maison και αργότερα υπό τον Schneider, οι Γάλλοι στρατιώτες επιδόθηκαν σε ποικίλες εργασίες αποκατάστασης της ζωής στις περιοχές όπου ήταν εγκατεστηµένοι και κυρίως στη Μεσσηνία, όπου βρισκόταν το αρχηγείο τους. Από τις πιο σηµαντικές δραστηριότητές τους, υπό την καθοδήγηση του σώµατος του Μηχανικού, ήταν η αποκατάσταση των φρουρίων που κατέλαβαν στην Πελοπόννησο και η ανοικοδόµηση των πόλεων που είχαν καταστραφεί ολοκληρωτικά από τους µακροχρόνιους πολέµους και από το στρατό του Ιµπραήµ. Πράγµατι, όταν έφθασαν οι Γάλλοι, η κατάσταση της χώρας ήταν άθλια και η όψη της φοβερή
Καθοριστική για τους Γάλλους ήταν και η επικοινωνία των δύο φρουρίων, Μεθώνης και Ναβαρίνου, που κράτησαν στην κυριαρχία τους, καθώς στο ένα ήταν εγκατεστηµένο το αρχηγείο τους και στο άλλο βρισκόταν το µεγαλύτερο µέρος του σώµατος. Η περιοχή µεταξύ Ναβαρίνου και Μεθώνης, ήδη από τα πρώτα χρόνια της δράσης του Ιµπραήµ στην Πελοπόννησο, ήταν ολότελα κατεστραµµένη και τα χωριά είχαν ισοπεδωθεί από τα αιγυπτιακά στρατεύµατα. Ο δρόµος, πετρώδης και αρκετά δύσβατος, στενός στην αρχή και πλατύτερος αργότερα, περνούσε µέσα από µία πεδιάδα στην οποία είχαν αποµείνει µόνο χαλάσµατα και τα ερείπια ενός αρχαίου παρεκκλησίου, αφιερωµένου στον Άγιο Νικόλαο, του µοναδικού µνηµείου που σεβάσθηκαν οι Αιγύπτιοι, ενώ παλαιότερα υπήρχαν χωριά και χιλιάδες ελιές. Οι µηχανικοί και οι στρατιώτες της Γαλλικής Αποστολής προχώρησαν στη χάραξη και κατασκευή του δρόµου που ένωνε τις δύο πόλεις. Όπως αναφέρει ο Puaux, περίπου στα µισά του δρόµου, στο ύψος του Καινούργιου Χωριού, κοντά σε µία πηγή και µία παµπάλαια συκιά, υπήρχε το καπηλειό του Πανάγου, ενός Έλληνα βετεράνου της ναπολεόντειας στρατιάς. Οι Γάλλοι στρατιώτες που εργάζονταν για την κατασκευή του δρόµου πήγαιναν εκεί, έπιναν ρακί και αγόραζαν κυνήγι. Εκεί κοντά ο Schneider είχε κατασκευάσει και ένα σανατόριο για τους στρατιώτες, το οποίο όµως γρήγορα εγκαταλείφθηκε.
Χαρακτηριστική είναι και η μαρτυρία του αρχηγού της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής Bory de Saint Vincent, όπου στις 4 Μαρτίου 1829 γράφει σχετικά: "Εδώ αρχίζει ένας δρόμος λιθόστρωτος, δύο περίπου μέτρα φαρδύς, καλούτσικα χαραγμένος, με πολλές λακκούβες, στρωμένος με στρογγυλεμένες πέτρες, κακά αρμοσμένες. (2 λέυγες, 6 ώρες βάδισμα). Τον είχαν φτιάξει οι Βενετοί. Στη συνέχεια βρήκαμε και άλλους παρόμοιους δρόμους σε πολλά μέρη της Πελοποννήσου. Ήταν όλοι τους άκρως επικίνδυνοι για τα άλογα, που ένας θεός ξέρει πώς δεν τσακίζονται συνέχεια. Τις ελάχιστες φορές που πήρα άλογο στην Πελοπόννησο, προτίμησα τα διπλανά κατσάβραχα παρά να ακολουθήσω τέτοιους δρόμους. Συνήθως τους απέφευγα κι αναζητούσα περάσματα δεξιά κι αριστερά, όσο κι αν ήταν δύσβατα".
Ο δρόµος αυτός, αν και µικρού µήκους (µόλις 12 χιλιοµέτρων), ήταν ο πρώτος αµαξιτός δρόµος που κατασκευάσθηκε στην Ελλάδα. Ο µόνος άλλος που άνοιξε το 1830 για τις φορτηγές άµαξες ήταν αυτός µεταξύ Άργους και Ναυπλίου. ∆υστυχώς όµως αµέσως µετά την αποχώρηση των Γάλλων η οδός καταστράφηκε και οι άµαξες που τη διέσχιζαν παρέµειναν εγκαταλελειµµένες στο φρούριο της Μεθώνης [Σύµφωνα µε τη διήγηση του Αριστοµένους Μιχαήλ (βιβλίο του "Μιχαήλ, Α.Π., Ιστορία της πόλεως Πύλου, Εν Αθήναις 1888 (φωτ. ανατύπωση, εκδ. Καραβία, Αθήνα 1980), ο οποίος, παιδί ακόµη, πρόλαβε να ανεβεί σε µία από αυτές τις άμαξες στη Μεθώνη.
Τέλος, χαρακτηριστικό του γεγονότος αυτού αποτελεί το άρθρο της εφημερίδας "Πελοπόννησος" της 20ης Αυγούστου 1860. Σύμφωνα με τον συντάκτη, Γαλλικό ατμόπλοιο που μετέφερε 850 Γάλλους στρατιώτες με προορισμό την Βυρητό* λόγω βλάβης αγκυροβόλησε στο λιμένα του Ναβαρίνου και κατασκήνωσαν στην θέση "καμάρες" ανατολικά του φρουρίου. Η κατασκήνωσης αυτή, αναπολεί στη μνήμη, σύμφωνα με τον συντάκτη, την Γαλλική Αποστολή του έτους 1828 στην περιοχή. Κατά την διαμονή τους το 1828 κατασκεύασαν μεταξύ άλλων την "απο Πύλον προς Μεθώνη αμαξιτή οδόν", η οποία κατά το έτος 1860 "της δε αμαξιτής από Πύλου μέχρι Μεθώνης οδού ούτε ίχνος αλλά δύσβατον και τοις οδοιπόροις επικίνδυνον!".
* Στις 22 Μαΐου 1860, μια μικρή ομάδα Μαρωνιτών άνοιξε πυρ προς μια ομάδα Δρούζων στην είσοδο της Βηρυτού, σκοτώνοντας έναν και τραυματίζοντας δύο. Αυτό προκάλεσε ένα χείμαρρο βίας που σάρωσε το Λίβανο. Σε μόλις τρεις ημέρες, από τις 29 έως τις 31 Μαΐου 1860, 60 χωριά καταστράφηκαν κοντά στη Βυρήτο, ένω μέχρι τον Ιούνιο οι ταραχές είχαν εξαπλωθεί στις «μικτές» γειτονιές του νότιου Λιβάνου. Η Γαλλία παρενέβη εξ ονόματος του τοπικού χριστιανικού πληθυσμού και η Μεγάλη Βρετανία εξ ονόματος των Δρούζων μετά τις σφαγές, στις οποίες σκοτώθηκαν πάνω από 10.000 χριστιανοί.Τον Ιούλιο του 1828, στο έβδομο έτος του Απελευθερωτικού Αγώνα, δέκα μήνες μετά την καταναυμάχηση του τουρκικού στόλου στο Ναβαρίνο, επτά μήνες μετά την άφιξη του Κυβερνήτη Καποδίστρια στο Ναύπλιο και τέσσερις μήνες μετά την κήρυξη του νέου ρωσοτουρκικού πολέμου, οι τρείς ρυθμίστριες Ευρωπαϊκές δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, αποφάσισαν με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου την αποστολή στο Μοριά γαλλικού εκστρατευτικού σώματος. Αυτό θα είχε ως έργο την επιβολή της ανακωχής μεταξύ των εμπολέμων Ελλήνων και Τούρκων και την επίβλεψη της εκκένωσης της Πελοποννήσου από τον Αιγυπτιακό στρατό. Έτσι, στα τέλη Αυγούστου και στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1828, 15.000 άνδρες υπο τις διαταγές του στρατηγού Μaison αποβιβάστηκαν στην Μεσσηνία.
Στο διάστηµα που παρέµειναν στην Πελοπόννησο, τους πρώτους µήνες υπό την αρχηγία του Maison και αργότερα υπό τον Schneider, οι Γάλλοι στρατιώτες επιδόθηκαν σε ποικίλες εργασίες αποκατάστασης της ζωής στις περιοχές όπου ήταν εγκατεστηµένοι και κυρίως στη Μεσσηνία, όπου βρισκόταν το αρχηγείο τους. Από τις πιο σηµαντικές δραστηριότητές τους, υπό την καθοδήγηση του σώµατος του Μηχανικού, ήταν η αποκατάσταση των φρουρίων που κατέλαβαν στην Πελοπόννησο και η ανοικοδόµηση των πόλεων που είχαν καταστραφεί ολοκληρωτικά από τους µακροχρόνιους πολέµους και από το στρατό του Ιµπραήµ. Πράγµατι, όταν έφθασαν οι Γάλλοι, η κατάσταση της χώρας ήταν άθλια και η όψη της φοβερή
Καθοριστική για τους Γάλλους ήταν και η επικοινωνία των δύο φρουρίων, Μεθώνης και Ναβαρίνου, που κράτησαν στην κυριαρχία τους, καθώς στο ένα ήταν εγκατεστηµένο το αρχηγείο τους και στο άλλο βρισκόταν το µεγαλύτερο µέρος του σώµατος. Η περιοχή µεταξύ Ναβαρίνου και Μεθώνης, ήδη από τα πρώτα χρόνια της δράσης του Ιµπραήµ στην Πελοπόννησο, ήταν ολότελα κατεστραµµένη και τα χωριά είχαν ισοπεδωθεί από τα αιγυπτιακά στρατεύµατα. Ο δρόµος, πετρώδης και αρκετά δύσβατος, στενός στην αρχή και πλατύτερος αργότερα, περνούσε µέσα από µία πεδιάδα στην οποία είχαν αποµείνει µόνο χαλάσµατα και τα ερείπια ενός αρχαίου παρεκκλησίου, αφιερωµένου στον Άγιο Νικόλαο, του µοναδικού µνηµείου που σεβάσθηκαν οι Αιγύπτιοι, ενώ παλαιότερα υπήρχαν χωριά και χιλιάδες ελιές. Οι µηχανικοί και οι στρατιώτες της Γαλλικής Αποστολής προχώρησαν στη χάραξη και κατασκευή του δρόµου που ένωνε τις δύο πόλεις. Όπως αναφέρει ο Puaux, περίπου στα µισά του δρόµου, στο ύψος του Καινούργιου Χωριού, κοντά σε µία πηγή και µία παµπάλαια συκιά, υπήρχε το καπηλειό του Πανάγου, ενός Έλληνα βετεράνου της ναπολεόντειας στρατιάς. Οι Γάλλοι στρατιώτες που εργάζονταν για την κατασκευή του δρόµου πήγαιναν εκεί, έπιναν ρακί και αγόραζαν κυνήγι. Εκεί κοντά ο Schneider είχε κατασκευάσει και ένα σανατόριο για τους στρατιώτες, το οποίο όµως γρήγορα εγκαταλείφθηκε.
Χαρακτηριστική είναι και η μαρτυρία του αρχηγού της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής Bory de Saint Vincent, όπου στις 4 Μαρτίου 1829 γράφει σχετικά: "Εδώ αρχίζει ένας δρόμος λιθόστρωτος, δύο περίπου μέτρα φαρδύς, καλούτσικα χαραγμένος, με πολλές λακκούβες, στρωμένος με στρογγυλεμένες πέτρες, κακά αρμοσμένες. (2 λέυγες, 6 ώρες βάδισμα). Τον είχαν φτιάξει οι Βενετοί. Στη συνέχεια βρήκαμε και άλλους παρόμοιους δρόμους σε πολλά μέρη της Πελοποννήσου. Ήταν όλοι τους άκρως επικίνδυνοι για τα άλογα, που ένας θεός ξέρει πώς δεν τσακίζονται συνέχεια. Τις ελάχιστες φορές που πήρα άλογο στην Πελοπόννησο, προτίμησα τα διπλανά κατσάβραχα παρά να ακολουθήσω τέτοιους δρόμους. Συνήθως τους απέφευγα κι αναζητούσα περάσματα δεξιά κι αριστερά, όσο κι αν ήταν δύσβατα".
Ο δρόµος αυτός, αν και µικρού µήκους (µόλις 12 χιλιοµέτρων), ήταν ο πρώτος αµαξιτός δρόµος που κατασκευάσθηκε στην Ελλάδα. Ο µόνος άλλος που άνοιξε το 1830 για τις φορτηγές άµαξες ήταν αυτός µεταξύ Άργους και Ναυπλίου. ∆υστυχώς όµως αµέσως µετά την αποχώρηση των Γάλλων η οδός καταστράφηκε και οι άµαξες που τη διέσχιζαν παρέµειναν εγκαταλελειµµένες στο φρούριο της Μεθώνης [Σύµφωνα µε τη διήγηση του Αριστοµένους Μιχαήλ (βιβλίο του "Μιχαήλ, Α.Π., Ιστορία της πόλεως Πύλου, Εν Αθήναις 1888 (φωτ. ανατύπωση, εκδ. Καραβία, Αθήνα 1980), ο οποίος, παιδί ακόµη, πρόλαβε να ανεβεί σε µία από αυτές τις άμαξες στη Μεθώνη.
Τέλος, χαρακτηριστικό του γεγονότος αυτού αποτελεί το άρθρο της εφημερίδας "Πελοπόννησος" της 20ης Αυγούστου 1860. Σύμφωνα με τον συντάκτη, Γαλλικό ατμόπλοιο που μετέφερε 850 Γάλλους στρατιώτες με προορισμό την Βυρητό* λόγω βλάβης αγκυροβόλησε στο λιμένα του Ναβαρίνου και κατασκήνωσαν στην θέση "καμάρες" ανατολικά του φρουρίου. Η κατασκήνωσης αυτή, αναπολεί στη μνήμη, σύμφωνα με τον συντάκτη, την Γαλλική Αποστολή του έτους 1828 στην περιοχή. Κατά την διαμονή τους το 1828 κατασκεύασαν μεταξύ άλλων την "απο Πύλον προς Μεθώνη αμαξιτή οδόν", η οποία κατά το έτος 1860 "της δε αμαξιτής από Πύλου μέχρι Μεθώνης οδού ούτε ίχνος αλλά δύσβατον και τοις οδοιπόροις επικίνδυνον!".
* Στις 22 Μαΐου 1860, μια μικρή ομάδα Μαρωνιτών άνοιξε πυρ προς μια ομάδα Δρούζων στην είσοδο της Βηρυτού, σκοτώνοντας έναν και τραυματίζοντας δύο. Αυτό προκάλεσε ένα χείμαρρο βίας που σάρωσε το Λίβανο. Σε μόλις τρεις ημέρες, από τις 29 έως τις 31 Μαΐου 1860, 60 χωριά καταστράφηκαν κοντά στη Βυρήτο, ένω μέχρι τον Ιούνιο οι ταραχές είχαν εξαπλωθεί στις «μικτές» γειτονιές του νότιου Λιβάνου. Η Γαλλία παρενέβη εξ ονόματος του τοπικού χριστιανικού πληθυσμού και η Μεγάλη Βρετανία εξ ονόματος των Δρούζων μετά τις σφαγές, στις οποίες σκοτώθηκαν πάνω από 10.000 χριστιανοί.Τον Ιούλιο του 1828, στο έβδομο έτος του Απελευθερωτικού Αγώνα, δέκα μήνες μετά την καταναυμάχηση του τουρκικού στόλου στο Ναβαρίνο, επτά μήνες μετά την άφιξη του Κυβερνήτη Καποδίστρια στο Ναύπλιο και τέσσερις μήνες μετά την κήρυξη του νέου ρωσοτουρκικού πολέμου, οι τρείς ρυθμίστριες Ευρωπαϊκές δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, αποφάσισαν με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου την αποστολή στο Μοριά γαλλικού εκστρατευτικού σώματος. Αυτό θα είχε ως έργο την επιβολή της ανακωχής μεταξύ των εμπολέμων Ελλήνων και Τούρκων και την επίβλεψη της εκκένωσης της Πελοποννήσου από τον Αιγυπτιακό στρατό. Έτσι, στα τέλη Αυγούστου και στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1828, 15.000 άνδρες υπο τις διαταγές του στρατηγού Μaison αποβιβάστηκαν στην Μεσσηνία.
Στο διάστηµα που παρέµειναν στην Πελοπόννησο, τους πρώτους µήνες υπό την αρχηγία του Maison και αργότερα υπό τον Schneider, οι Γάλλοι στρατιώτες επιδόθηκαν σε ποικίλες εργασίες αποκατάστασης της ζωής στις περιοχές όπου ήταν εγκατεστηµένοι και κυρίως στη Μεσσηνία, όπου βρισκόταν το αρχηγείο τους. Από τις πιο σηµαντικές δραστηριότητές τους, υπό την καθοδήγηση του σώµατος του Μηχανικού, ήταν η αποκατάσταση των φρουρίων που κατέλαβαν στην Πελοπόννησο και η ανοικοδόµηση των πόλεων που είχαν καταστραφεί ολοκληρωτικά από τους µακροχρόνιους πολέµους και από το στρατό του Ιµπραήµ. Πράγµατι, όταν έφθασαν οι Γάλλοι, η κατάσταση της χώρας ήταν άθλια και η όψη της φοβερή
Καθοριστική για τους Γάλλους ήταν και η επικοινωνία των δύο φρουρίων, Μεθώνης και Ναβαρίνου, που κράτησαν στην κυριαρχία τους, καθώς στο ένα ήταν εγκατεστηµένο το αρχηγείο τους και στο άλλο βρισκόταν το µεγαλύτερο µέρος του σώµατος. Η περιοχή µεταξύ Ναβαρίνου και Μεθώνης, ήδη από τα πρώτα χρόνια της δράσης του Ιµπραήµ στην Πελοπόννησο, ήταν ολότελα κατεστραµµένη και τα χωριά είχαν ισοπεδωθεί από τα αιγυπτιακά στρατεύµατα. Ο δρόµος, πετρώδης και αρκετά δύσβατος, στενός στην αρχή και πλατύτερος αργότερα, περνούσε µέσα από µία πεδιάδα στην οποία είχαν αποµείνει µόνο χαλάσµατα και τα ερείπια ενός αρχαίου παρεκκλησίου, αφιερωµένου στον Άγιο Νικόλαο, του µοναδικού µνηµείου που σεβάσθηκαν οι Αιγύπτιοι, ενώ παλαιότερα υπήρχαν χωριά και χιλιάδες ελιές. Οι µηχανικοί και οι στρατιώτες της Γαλλικής Αποστολής προχώρησαν στη χάραξη και κατασκευή του δρόµου που ένωνε τις δύο πόλεις. Όπως αναφέρει ο Puaux, περίπου στα µισά του δρόµου, στο ύψος του Καινούργιου Χωριού, κοντά σε µία πηγή και µία παµπάλαια συκιά, υπήρχε το καπηλειό του Πανάγου, ενός Έλληνα βετεράνου της ναπολεόντειας στρατιάς. Οι Γάλλοι στρατιώτες που εργάζονταν για την κατασκευή του δρόµου πήγαιναν εκεί, έπιναν ρακί και αγόραζαν κυνήγι. Εκεί κοντά ο Schneider είχε κατασκευάσει και ένα σανατόριο για τους στρατιώτες, το οποίο όµως γρήγορα εγκαταλείφθηκε.
Χαρακτηριστική είναι και η μαρτυρία του αρχηγού της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής Bory de Saint Vincent, όπου στις 4 Μαρτίου 1829 γράφει σχετικά: "Εδώ αρχίζει ένας δρόμος λιθόστρωτος, δύο περίπου μέτρα φαρδύς, καλούτσικα χαραγμένος, με πολλές λακκούβες, στρωμένος με στρογγυλεμένες πέτρες, κακά αρμοσμένες. (2 λέυγες, 6 ώρες βάδισμα). Τον είχαν φτιάξει οι Βενετοί. Στη συνέχεια βρήκαμε και άλλους παρόμοιους δρόμους σε πολλά μέρη της Πελοποννήσου. Ήταν όλοι τους άκρως επικίνδυνοι για τα άλογα, που ένας θεός ξέρει πώς δεν τσακίζονται συνέχεια. Τις ελάχιστες φορές που πήρα άλογο στην Πελοπόννησο, προτίμησα τα διπλανά κατσάβραχα παρά να ακολουθήσω τέτοιους δρόμους. Συνήθως τους απέφευγα κι αναζητούσα περάσματα δεξιά κι αριστερά, όσο κι αν ήταν δύσβατα".
Ο δρόµος αυτός, αν και µικρού µήκους (µόλις 12 χιλιοµέτρων), ήταν ο πρώτος αµαξιτός δρόµος που κατασκευάσθηκε στην Ελλάδα. Ο µόνος άλλος που άνοιξε το 1830 για τις φορτηγές άµαξες ήταν αυτός µεταξύ Άργους και Ναυπλίου. ∆υστυχώς όµως αµέσως µετά την αποχώρηση των Γάλλων η οδός καταστράφηκε και οι άµαξες που τη διέσχιζαν παρέµειναν εγκαταλελειµµένες στο φρούριο της Μεθώνης [Σύµφωνα µε τη διήγηση του Αριστοµένους Μιχαήλ (βιβλίο του "Μιχαήλ, Α.Π., Ιστορία της πόλεως Πύλου, Εν Αθήναις 1888 (φωτ. ανατύπωση, εκδ. Καραβία, Αθήνα 1980), ο οποίος, παιδί ακόµη, πρόλαβε να ανεβεί σε µία από αυτές τις άμαξες στη Μεθώνη.
Τέλος, χαρακτηριστικό του γεγονότος αυτού αποτελεί το άρθρο της εφημερίδας "Πελοπόννησος" της 20ης Αυγούστου 1860. Σύμφωνα με τον συντάκτη, Γαλλικό ατμόπλοιο που μετέφερε 850 Γάλλους στρατιώτες με προορισμό την Βυρητό* λόγω βλάβης αγκυροβόλησε στο λιμένα του Ναβαρίνου και κατασκήνωσαν στην θέση "καμάρες" ανατολικά του φρουρίου. Η κατασκήνωσης αυτή, αναπολεί στη μνήμη, σύμφωνα με τον συντάκτη, την Γαλλική Αποστολή του έτους 1828 στην περιοχή. Κατά την διαμονή τους το 1828 κατασκεύασαν μεταξύ άλλων την "απο Πύλον προς Μεθώνη αμαξιτή οδόν", η οποία κατά το έτος 1860 "της δε αμαξιτής από Πύλου μέχρι Μεθώνης οδού ούτε ίχνος αλλά δύσβατον και τοις οδοιπόροις επικίνδυνον!".
* Στις 22 Μαΐου 1860, μια μικρή ομάδα Μαρωνιτών άνοιξε πυρ προς μια ομάδα Δρούζων στην είσοδο της Βηρυτού, σκοτώνοντας έναν και τραυματίζοντας δύο. Αυτό προκάλεσε ένα χείμαρρο βίας που σάρωσε το Λίβανο. Σε μόλις τρεις ημέρες, από τις 29 έως τις 31 Μαΐου 1860, 60 χωριά καταστράφηκαν κοντά στη Βυρήτο, ένω μέχρι τον Ιούνιο οι ταραχές είχαν εξαπλωθεί στις «μικτές» γειτονιές του νότιου Λιβάνου. Η Γαλλία παρενέβη εξ ονόματος του τοπικού χριστιανικού πληθυσμού και η Μεγάλη Βρετανία εξ ονόματος των Δρούζων μετά τις σφαγές, στις οποίες σκοτώθηκαν πάνω από 10.000 χριστιανοί.Τον Ιούλιο του 1828, στο έβδομο έτος του Απελευθερωτικού Αγώνα, δέκα μήνες μετά την καταναυμάχηση του τουρκικού στόλου στο Ναβαρίνο, επτά μήνες μετά την άφιξη του Κυβερνήτη Καποδίστρια στο Ναύπλιο και τέσσερις μήνες μετά την κήρυξη του νέου ρωσοτουρκικού πολέμου, οι τρείς ρυθμίστριες Ευρωπαϊκές δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, αποφάσισαν με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου την αποστολή στο Μοριά γαλλικού εκστρατευτικού σώματος. Αυτό θα είχε ως έργο την επιβολή της ανακωχής μεταξύ των εμπολέμων Ελλήνων και Τούρκων και την επίβλεψη της εκκένωσης της Πελοποννήσου από τον Αιγυπτιακό στρατό. Έτσι, στα τέλη Αυγούστου και στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1828, 15.000 άνδρες υπο τις διαταγές του στρατηγού Μaison αποβιβάστηκαν στην Μεσσηνία.
Στο διάστηµα που παρέµειναν στην Πελοπόννησο, τους πρώτους µήνες υπό την αρχηγία του Maison και αργότερα υπό τον Schneider, οι Γάλλοι στρατιώτες επιδόθηκαν σε ποικίλες εργασίες αποκατάστασης της ζωής στις περιοχές όπου ήταν εγκατεστηµένοι και κυρίως στη Μεσσηνία, όπου βρισκόταν το αρχηγείο τους. Από τις πιο σηµαντικές δραστηριότητές τους, υπό την καθοδήγηση του σώµατος του Μηχανικού, ήταν η αποκατάσταση των φρουρίων που κατέλαβαν στην Πελοπόννησο και η ανοικοδόµηση των πόλεων που είχαν καταστραφεί ολοκληρωτικά από τους µακροχρόνιους πολέµους και από το στρατό του Ιµπραήµ. Πράγµατι, όταν έφθασαν οι Γάλλοι, η κατάσταση της χώρας ήταν άθλια και η όψη της φοβερή
Καθοριστική για τους Γάλλους ήταν και η επικοινωνία των δύο φρουρίων, Μεθώνης και Ναβαρίνου, που κράτησαν στην κυριαρχία τους, καθώς στο ένα ήταν εγκατεστηµένο το αρχηγείο τους και στο άλλο βρισκόταν το µεγαλύτερο µέρος του σώµατος. Η περιοχή µεταξύ Ναβαρίνου και Μεθώνης, ήδη από τα πρώτα χρόνια της δράσης του Ιµπραήµ στην Πελοπόννησο, ήταν ολότελα κατεστραµµένη και τα χωριά είχαν ισοπεδωθεί από τα αιγυπτιακά στρατεύµατα. Ο δρόµος, πετρώδης και αρκετά δύσβατος, στενός στην αρχή και πλατύτερος αργότερα, περνούσε µέσα από µία πεδιάδα στην οποία είχαν αποµείνει µόνο χαλάσµατα και τα ερείπια ενός αρχαίου παρεκκλησίου, αφιερωµένου στον Άγιο Νικόλαο, του µοναδικού µνηµείου που σεβάσθηκαν οι Αιγύπτιοι, ενώ παλαιότερα υπήρχαν χωριά και χιλιάδες ελιές. Οι µηχανικοί και οι στρατιώτες της Γαλλικής Αποστολής προχώρησαν στη χάραξη και κατασκευή του δρόµου που ένωνε τις δύο πόλεις. Όπως αναφέρει ο Puaux, περίπου στα µισά του δρόµου, στο ύψος του Καινούργιου Χωριού, κοντά σε µία πηγή και µία παµπάλαια συκιά, υπήρχε το καπηλειό του Πανάγου, ενός Έλληνα βετεράνου της ναπολεόντειας στρατιάς. Οι Γάλλοι στρατιώτες που εργάζονταν για την κατασκευή του δρόµου πήγαιναν εκεί, έπιναν ρακί και αγόραζαν κυνήγι. Εκεί κοντά ο Schneider είχε κατασκευάσει και ένα σανατόριο για τους στρατιώτες, το οποίο όµως γρήγορα εγκαταλείφθηκε.
Χαρακτηριστική είναι και η μαρτυρία του αρχηγού της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής Bory de Saint Vincent, όπου στις 4 Μαρτίου 1829 γράφει σχετικά: "Εδώ αρχίζει ένας δρόμος λιθόστρωτος, δύο περίπου μέτρα φαρδύς, καλούτσικα χαραγμένος, με πολλές λακκούβες, στρωμένος με στρογγυλεμένες πέτρες, κακά αρμοσμένες. (2 λέυγες, 6 ώρες βάδισμα). Τον είχαν φτιάξει οι Βενετοί. Στη συνέχεια βρήκαμε και άλλους παρόμοιους δρόμους σε πολλά μέρη της Πελοποννήσου. Ήταν όλοι τους άκρως επικίνδυνοι για τα άλογα, που ένας θεός ξέρει πώς δεν τσακίζονται συνέχεια. Τις ελάχιστες φορές που πήρα άλογο στην Πελοπόννησο, προτίμησα τα διπλανά κατσάβραχα παρά να ακολουθήσω τέτοιους δρόμους. Συνήθως τους απέφευγα κι αναζητούσα περάσματα δεξιά κι αριστερά, όσο κι αν ήταν δύσβατα".
Ο δρόµος αυτός, αν και µικρού µήκους (µόλις 12 χιλιοµέτρων), ήταν ο πρώτος αµαξιτός δρόµος που κατασκευάσθηκε στην Ελλάδα. Ο µόνος άλλος που άνοιξε το 1830 για τις φορτηγές άµαξες ήταν αυτός µεταξύ Άργους και Ναυπλίου. ∆υστυχώς όµως αµέσως µετά την αποχώρηση των Γάλλων η οδός καταστράφηκε και οι άµαξες που τη διέσχιζαν παρέµειναν εγκαταλελειµµένες στο φρούριο της Μεθώνης [Σύµφωνα µε τη διήγηση του Αριστοµένους Μιχαήλ (βιβλίο του "Μιχαήλ, Α.Π., Ιστορία της πόλεως Πύλου, Εν Αθήναις 1888 (φωτ. ανατύπωση, εκδ. Καραβία, Αθήνα 1980), ο οποίος, παιδί ακόµη, πρόλαβε να ανεβεί σε µία από αυτές τις άμαξες στη Μεθώνη.
Τέλος, χαρακτηριστικό του γεγονότος αυτού αποτελεί το άρθρο της εφημερίδας "Πελοπόννησος" της 20ης Αυγούστου 1860. Σύμφωνα με τον συντάκτη, Γαλλικό ατμόπλοιο που μετέφερε 850 Γάλλους στρατιώτες με προορισμό την Βυρητό* λόγω βλάβης αγκυροβόλησε στο λιμένα του Ναβαρίνου και κατασκήνωσαν στην θέση "καμάρες" ανατολικά του φρουρίου. Η κατασκήνωσης αυτή, αναπολεί στη μνήμη, σύμφωνα με τον συντάκτη, την Γαλλική Αποστολή του έτους 1828 στην περιοχή. Κατά την διαμονή τους το 1828 κατασκεύασαν μεταξύ άλλων την "απο Πύλον προς Μεθώνη αμαξιτή οδόν", η οποία κατά το έτος 1860 "της δε αμαξιτής από Πύλου μέχρι Μεθώνης οδού ούτε ίχνος αλλά δύσβατον και τοις οδοιπόροις επικίνδυνον!".
* Στις 22 Μαΐου 1860, μια μικρή ομάδα Μαρωνιτών άνοιξε πυρ προς μια ομάδα Δρούζων στην είσοδο της Βηρυτού, σκοτώνοντας έναν και τραυματίζοντας δύο. Αυτό προκάλεσε ένα χείμαρρο βίας που σάρωσε το Λίβανο. Σε μόλις τρεις ημέρες, από τις 29 έως τις 31 Μαΐου 1860, 60 χωριά καταστράφηκαν κοντά στη Βυρήτο, ένω μέχρι τον Ιούνιο οι ταραχές είχαν εξαπλωθεί στις «μικτές» γειτονιές του νότιου Λιβάνου. Η Γαλλία παρενέβη εξ ονόματος του τοπικού χριστιανικού πληθυσμού και η Μεγάλη Βρετανία εξ ονόματος των Δρούζων μετά τις σφαγές, στις οποίες σκοτώθηκαν πάνω από 10.000 χριστιανοί.Τον Ιούλιο του 1828, στο έβδομο έτος του Απελευθερωτικού Αγώνα, δέκα μήνες μετά την καταναυμάχηση του τουρκικού στόλου στο Ναβαρίνο, επτά μήνες μετά την άφιξη του Κυβερνήτη Καποδίστρια στο Ναύπλιο και τέσσερις μήνες μετά την κήρυξη του νέου ρωσοτουρκικού πολέμου, οι τρείς ρυθμίστριες Ευρωπαϊκές δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, αποφάσισαν με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου την αποστολή στο Μοριά γαλλικού εκστρατευτικού σώματος. Αυτό θα είχε ως έργο την επιβολή της ανακωχής μεταξύ των εμπολέμων Ελλήνων και Τούρκων και την επίβλεψη της εκκένωσης της Πελοποννήσου από τον Αιγυπτιακό στρατό. Έτσι, στα τέλη Αυγούστου και στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1828, 15.000 άνδρες υπο τις διαταγές του στρατηγού Μaison αποβιβάστηκαν στην Μεσσηνία.
Στο διάστηµα που παρέµειναν στην Πελοπόννησο, τους πρώτους µήνες υπό την αρχηγία του Maison και αργότερα υπό τον Schneider, οι Γάλλοι στρατιώτες επιδόθηκαν σε ποικίλες εργασίες αποκατάστασης της ζωής στις περιοχές όπου ήταν εγκατεστηµένοι και κυρίως στη Μεσσηνία, όπου βρισκόταν το αρχηγείο τους. Από τις πιο σηµαντικές δραστηριότητές τους, υπό την καθοδήγηση του σώµατος του Μηχανικού, ήταν η αποκατάσταση των φρουρίων που κατέλαβαν στην Πελοπόννησο και η ανοικοδόµηση των πόλεων που είχαν καταστραφεί ολοκληρωτικά από τους µακροχρόνιους πολέµους και από το στρατό του Ιµπραήµ. Πράγµατι, όταν έφθασαν οι Γάλλοι, η κατάσταση της χώρας ήταν άθλια και η όψη της φοβερή
Καθοριστική για τους Γάλλους ήταν και η επικοινωνία των δύο φρουρίων, Μεθώνης και Ναβαρίνου, που κράτησαν στην κυριαρχία τους, καθώς στο ένα ήταν εγκατεστηµένο το αρχηγείο τους και στο άλλο βρισκόταν το µεγαλύτερο µέρος του σώµατος. Η περιοχή µεταξύ Ναβαρίνου και Μεθώνης, ήδη από τα πρώτα χρόνια της δράσης του Ιµπραήµ στην Πελοπόννησο, ήταν ολότελα κατεστραµµένη και τα χωριά είχαν ισοπεδωθεί από τα αιγυπτιακά στρατεύµατα. Ο δρόµος, πετρώδης και αρκετά δύσβατος, στενός στην αρχή και πλατύτερος αργότερα, περνούσε µέσα από µία πεδιάδα στην οποία είχαν αποµείνει µόνο χαλάσµατα και τα ερείπια ενός αρχαίου παρεκκλησίου, αφιερωµένου στον Άγιο Νικόλαο, του µοναδικού µνηµείου που σεβάσθηκαν οι Αιγύπτιοι, ενώ παλαιότερα υπήρχαν χωριά και χιλιάδες ελιές. Οι µηχανικοί και οι στρατιώτες της Γαλλικής Αποστολής προχώρησαν στη χάραξη και κατασκευή του δρόµου που ένωνε τις δύο πόλεις. Όπως αναφέρει ο Puaux, περίπου στα µισά του δρόµου, στο ύψος του Καινούργιου Χωριού, κοντά σε µία πηγή και µία παµπάλαια συκιά, υπήρχε το καπηλειό του Πανάγου, ενός Έλληνα βετεράνου της ναπολεόντειας στρατιάς. Οι Γάλλοι στρατιώτες που εργάζονταν για την κατασκευή του δρόµου πήγαιναν εκεί, έπιναν ρακί και αγόραζαν κυνήγι. Εκεί κοντά ο Schneider είχε κατασκευάσει και ένα σανατόριο για τους στρατιώτες, το οποίο όµως γρήγορα εγκαταλείφθηκε.
Ο δρόµος αυτός, αν και µικρού µήκους (µόλις 12 χιλιοµέτρων), ήταν ο πρώτος αµαξιτός δρόµος που κατασκευάσθηκε στην Ελλάδα. Ο µόνος άλλος που άνοιξε το 1830 για τις φορτηγές άµαξες ήταν αυτός µεταξύ Άργους και Ναυπλίου. ∆υστυχώς όµως αµέσως µετά την αποχώρηση των Γάλλων η οδός καταστράφηκε και οι άµαξες που τη διέσχιζαν παρέµειναν εγκαταλελειµµένες στο φρούριο της Μεθώνης [Σύµφωνα µε τη διήγηση του Αριστοµένους Μιχαήλ (βιβλίο του "Μιχαήλ, Α.Π., Ιστορία της πόλεως Πύλου, Εν Αθήναις 1888 (φωτ. ανατύπωση, εκδ. Καραβία, Αθήνα 1980), ο οποίος, παιδί ακόµη, πρόλαβε να ανεβεί σε µία από αυτές τις άμαξες στη Μεθώνη.
Τέλος, χαρακτηριστικό του γεγονότος αυτού αποτελεί το άρθρο της εφημερίδας "Πελοπόννησος" της 20ης Αυγούστου 1860. Σύμφωνα με τον συντάκτη, Γαλλικό ατμόπλοιο που μετέφερε 850 Γάλλους στρατιώτες με προορισμό την Βυρητό* λόγω βλάβης αγκυροβόλησε στο λιμένα του Ναβαρίνου και κατασκήνωσαν στην θέση "καμάρες" ανατολικά του φρουρίου. Η κατασκήνωσης αυτή, αναπολεί στη μνήμη, σύμφωνα με τον συντάκτη, την Γαλλική Αποστολή του έτους 1828 στην περιοχή. Κατά την διαμονή τους το 1828 κατασκεύασαν μεταξύ άλλων την "απο Πύλον προς Μεθώνη αμαξιτή οδόν", η οποία κατά το έτος 1860 "της δε αμαξιτής από Πύλου μέχρι Μεθώνης οδού ούτε ίχνος αλλά δύσβατον και τοις οδοιπόροις επικίνδυνον!".
* Στις 22 Μαΐου 1860, μια μικρή ομάδα Μαρωνιτών άνοιξε πυρ προς μια ομάδα Δρούζων στην είσοδο της Βηρυτού, σκοτώνοντας έναν και τραυματίζοντας δύο. Αυτό προκάλεσε ένα χείμαρρο βίας που σάρωσε το Λίβανο. Σε μόλις τρεις ημέρες, από τις 29 έως τις 31 Μαΐου 1860, 60 χωριά καταστράφηκαν κοντά στη Βυρήτο, ένω μέχρι τον Ιούνιο οι ταραχές είχαν εξαπλωθεί στις «μικτές» γειτονιές του νότιου Λιβάνου. Η Γαλλία παρενέβη εξ ονόματος του τοπικού χριστιανικού πληθυσμού και η Μεγάλη Βρετανία εξ ονόματος των Δρούζων μετά τις σφαγές, στις οποίες σκοτώθηκαν πάνω από 10.000 χριστιανοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου