expr:class='"loading" + data:blog.mobileClass'>

nasdaq

Search in navarinoinvestment

auto slider

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2021

Ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ

 

 



Ως "εμπρησμός του Ράιχσταγκ" είναι γνωστή στην ιστορία η φωτιά που ξέσπασε στη γερμανική βουλή (Reichstag)

στις 27 Φεβρουαρίου 1933.Για αυτή τη καταστροφή θεωρήθηκε υπεύθυνος,συνελήφθη, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο, ο νεαρός Ολλανδός χτίστης, μέλος του κομμουνιστικού κόμματος, Μαρίνους βαν ντερ Λούμπε, ο οποίος και ομολόγησε την ενοχή του.
Με αφορμή την πυρκαγιά αυτή, ο Χίτλερ - που μόλις έναν μήνα πριν είχε ανέλθει στην εξουσία - ζήτησε και πήρε από τον Πρόεδρο του Ράιχ, Πάουλ φον Χίντενμπουργκ, την επόμενη ακριβώς μέρα, στις 28 Φεβρουαρίου 1933, προεδρικό διάταγμα το οποίο ανέστειλε τις ατομικές ελευθερίες και τις ελευθερίες του Τύπου. Το διάταγμα έμεινε γνωστό ως «Διάταγμα του εμπρησμού του Ράιχσταγκ» ενώ παράλληλα επιδόθηκε και σε μια σωρεία συλλήψεων, κυρίως κομμουνιστών αλλά και σοσιαλδημοκρατών, μεταξύ των οποίων και ο γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας, Έρνστ Τέλμαν.[1]
Πολλοί από τότε και μέχρι σήμερα, αμφισβήτησαν την ενοχή του βαν ντερ Λούμπε, θεωρώντας πως ο εμπρησμός ήταν οργανωμένος από το Ναζιστικό κόμμα, για να πανικοβάλει τον πληθυσμό και να μπορέσει με αυτόν τον τρόπο, να μετατρέψει την διακύβερνησή του σε δικτατορική.[2]

Το Ράιχσταγκ το καλοκαίρι του 1932

Το Ράιχσταγκ καίγεται

Τα γεγονόταΕπεξεργασία

Ο Μαρίνους βαν ντερ Λούμπε αμέσως μετά την σύλληψή του

Το παράθυρο του Κοινοβουλίου όπου θεωρείται ότι εισέβαλλε ο βαν ντερ Λούμπε

Το καμένο εσωτερικό του Κοινοβουλίου

Το «Διάταγμα για την προστασία του Λαού και του Κράτους», δημοσιευμένο στην εφημερίδα της Κυβερνήσεως

Ύστερα από το υλικό που έχει γνωστοποιηθεί τα επόμενα χρόνια και μέχρι τις μέρες μας, μπορούμε να περιγράψουμε τα γεγονότα που έλαβαν χώρα με αρκετή ακρίβεια και γνώση των πραγματικών συνθηκών:[3]

Το βράδυ της Δευτέρας 27 Φεβρουαρίου 1933, στις 21:03, ένας τυχαία διερχόμενος μπροστά από το κτίριο του Κοινοβουλίου και συγκεκριμένα ο φοιτητής θεολογίας Hans Flöter, είδε στο νοτιοδυτικό ισόγειο παράθυρο του κτιρίου την σκιά ενός άντρα να μπαίνει μέσα στο κτίριο από το σπασμένο τζάμι, κρατώντας κάτι που έφεγγε. Ο νεαρός έτρεξε να βρει κάποιον αστυνομικό και εντόπισε αμέσως τον λοχία Karl Buwert. Ο Buwert έδωσε αμέσως σήμα στους συναδέλφους του αστυνομικούς και σε λίγα λεπτά μαζεύτηκε μια μικρή δύναμη αστυφυλάκων και μπήκαν στο κτίριο για να κυνηγήσουν τον εισβολέα. Πράγματι, στις 21:27, ο αστυνομικός Helmut Poeschel συνέλαβε τον διαρρήκτη. Όπως έγραψε στην αναφορά του ο αστυνομικός, επρόκειτο «για έναν ψηλό, γεροδεμένο νεαρό άντρα, τελείως εξαντλημένο από την σωματική προσπάθεια». Ο νεαρός, ο οποίος ονομαζόταν, Μαρίνους βαν ντερ Λούμπε οδηγήθηκε αμέσως στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα, όπου και παραδέχτηκε αμέσως την ενοχή του.
Συγκεκριμένα, ομολόγησε πως το Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 1933 περνώντας τυχαία έξω από το κτίριο του Κοινοβουλίου, του ήρθε στο μυαλό η ιδέα για τον εμπρησμό, προκειμένου να καλέσει τον λαό σε εξέγερση εναντίον του καθεστώτος[4]. Μάλιστα, είπε σχετικά: «Έπρεπε να κάνω κάτι. Θεώρησα ότι ο εμπρησμός ήταν η κατάλληλη μέθοδος. Δεν ήθελα να κάνω κακό σε πολίτες αλλά στο κράτος. Όσον αφορά το αν έδρασα μόνος μου, ναι, έδρασα μόνος μου.»[5]
Έτσι, προμηθεύτηκε πετρέλαιο, σπίρτα και αναπτήρες, και το βράδυ της 27ης Φεβρουαρίου εισέβαλε στο Κοινοβούλιο. «Στην αρχή δεν μπόρεσα να ανάψω φωτιά, μέχρι που τελικά χρησιμοποίησα τα ρούχα μου -που τα είχα βουτήξει στο πετρέλαιο- για προσανάμματα. Έτσι, διέσχισα πέντε αίθουσες βάζοντας φωτιά στις κουρτίνες». Τα λεγόμενά του, επιβεβαιώθηκαν και στην αναπαράσταση που έγινε τις επόμενες μέρες. Μέχρι και την σύλληψη του βαν ντερ Λούμπε η φωτιά δεν είχε εξαπλωθεί, όμως στις 21:30 όταν κατέρρευσε ο γυάλινος θόλος της αίθουσας της Ολομέλειας, σχηματίζοντας το «φαινόμενο της καπνοδόχου» η φωτιά εξαπλώθηκε ταχύτατα. Στις 21:40 καταφτάνουν τα πρώτα πυροσβεστικά οχήματα. Παρόλο που στη μέγιστη συγκέντρωσή τους 60 πυροσβεστικά οχήματα με τις αντλίες τους επιχειρούσαν κατά της φωτιάς δεν μπόρεσαν να σώσουν το εσωτερικό του κτιρίου - κατάφεραν όμως να «συγκρατήσουν» την φωτιά στις πέντε αρχικές αίθουσες.[6]

Οι κινήσεις του καθεστώτοςΕπεξεργασία

Μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός ο Αδόλφος Χίτλερ, έσπευσε μαζί με τον Γκαίμπελς, τον Γκαίρινγκ (ο οποίος εργαζόταν στο παρακείμενο του Ράιχσταγκ κτίριο) και τον Rudolf Diels, αρχηγό της Αστυνομίας, στο φλεγόμενο κτίριο. Ο Γκαίρινγκ στην κατ' ιδίαν συνομιλία που είχε με τον Diels του έδωσε τις παρακάτω οδηγίες: «Αυτό (το συμβάν) είναι η έναρξη της εξέγερσης των Κομμουνιστών. Δεν πρέπει να χάνουμε ούτε λεπτό. Δεν πρέπει να υπάρξει έλεος για κανέναν. Όποιος στέκεται εμπόδιο στο δρόμο μας, πρέπει να εξαφανιστεί. Ο γερμανικός λαός δεν θέλει να δείξουμε επιείκεια. Όλοι οι ηγέτες των Κομμουνιστών πρέπει να πυροβοληθούν επιτόπου μόλις βρεθούν. Οποιοσδήποτε έχει επαφές με τους Κομμουνιστές πρέπει να συλληφθεί αμέσως. Δεν πρέπει να υπάρξει επιείκεια ούτε καν για τους σοσιαλδημοκράτες».[7] Ο Χίτλερ υπερθεμάτισε λέγοντας ότι τα ηγετικά στελέχη των Κομμουνιστών πρέπει να συλληφθούν και να κρεμαστούν αμέσως.
Ο πρώτος που συνελήφθη από την Αστυνομία, το ίδιο εκείνο βράδυ ήταν ο Έρνστ Τόργκλερ (Ernst Torgler) πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Κατά την ανάκρισή του δεν προέκυψε κανένα ενοχοποιητικό στοιχείο εναντίον του, αλλά παρόλα αυτά, με διαταγή του Γκαίρινγκ, συνέχισε να κρατείται και μάλιστα ήταν ένας από τους κατηγορούμενους στην δίκη που ακολούθησε, τον Σεπτέμβριο του 1933.
Την ίδια νύχτα, άλλα 1500 μέλη του κομμουνιστικού κόμματος συνελήφθησαν βίαια από τα σπίτια του και οδηγήθηκαν για ανακρίσεις. Στην συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου της ίδιας ημέρας, ο Χίτλερ φέρεται να είπε στο αντιπρόεδρο της κυβέρνησής του, Φραντς φον Πάπεν: «Αυτό είναι σημάδι από τον Θεό, κύριε Αντιπρόεδρε. Αν αυτή η φωτιά, όπως πιστεύω, είναι έργο των κομμουνιστών τότε πρέπει να συντρίψουμε το δολοφονικό αυτό έντομο με την σιδερένια γροθιά μας.» [8]
Την επόμενη μέρα, 28 Φεβρουαρίου, ο Χίτλερ ζητά και παίρνει από τον πρόεδρο φον Χίντενμπουργκ, έκτακτο διάταγμα «Διάταγμα για την προστασία του Λαού και του Κράτους» - προκειμένου να λάβει όλα τα μέτρα για την εξάλειψη του κινδύνου που απειλούσε το καθεστώς. Σύμφωνα με το διάταγμα περιστάλθηκαν πολλές ατομικές ελευθερίες, όπως αυτή «του συνέρχεσθαι», η ελευθεροτυπία, η ελευθερία της έκφρασης, το απόρρητο των γραμμάτων και των τηλεφωνημάτων και φυσικά και το Habeas corpus. Έτσι, η Αστυνομία αλλά και τα Τάγματα Εφόδου μπόρεσαν να προχωρήσουν σε χιλιάδες συλλήψεις, ανακρίσεις και παρακολουθήσεις πολιτών, χωρίς ένταλμα. Η αρχή έγινε από την σύλληψη των 14 βουλευτών του Κομμουνιστικού κόμματος Γερμανίας, που συνεχίστηκε με την σύλληψη του ηγέτη του κόμματος, Έρνστ Τέλμαν στις 3 Μαρτίου, και συνεχίστηκε με τις χιλιάδες συλλήψεις όχι μόνο κομμουνιστών αλλά και σοσιαλδημοκρατών, και γενικά ανθρώπων με δημοκρατικές ιδέες.
Στις 9 Μαρτίου 1933 η Αστυνομία συνέλαβε τρεις βούλγαρους κομμουνιστές, τον Γκεόργκι Δημητρόφ, τον Βασίλι Τάνεφ και τον Μπλαγκόι Ποπώφ για συμμετοχή στον εμπρησμό. Έτσι, μαζί με τον Μαρίνους βαν ντερ Λούμπε και τον Ερνστ Τόργκλερ θα παραπεμφθούν και αυτοί σε δίκη.

Το περιοδικό TIME της εποχής εκείνης σχολιάζει την κατάσταση:

...Προκειμένου να δικαιολογήσει την σχεδιαζόμενη κατάλυση της Γερμανικής δημοκρατίας, η κυβέρνηση του Αδόλφου Χίτλερ χρειάστηκε να εξαπολύσει την προηγούμενη εβδομάδα έναν άνευ προηγουμένου καταιγισμό καταπιεστικών μέτρων και διαταγμάτων. Και ποιά θα μπορούσε να είναι η καταλληλότερη δικαιολογία αν όχι ένας τεράστιος εμπρησμός, με κόστος 1.500.000 δολλάρια, που θα κατέτρωγε το κτίριο του Ράιχσταγκ; [...] καταστρέφοντας εντελώς την περίφημη δρύινη αίθουσα καθώς και τον υπέροχο θόλο από μπρούντζο και γυαλί;

«Την φωτιά την έβαλαν Κομμουνιστές», αποφάνθηκε βιαστικά η Αστυνομία. Και σε ραδιοφωνική ομιλία του, ο υπουργός εσωτερικών της Πρωσίας και μέλος του Ναζιστικού Κόμματος, Χέρμαν Βίλχελμ Γκαίρινγκ κραύγαζε: «Ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ ήταν η εναρκτήρια πράξη του εμφυλίου πολέμου...οι κομμουνιστές είχαν σε ετοιμότητα τρομοκρατικές ομάδες των 200 ατόμων η κάθε μία...έτοιμες να εκτελέσουν κακόβουλες πράξεις μεταμφιεζόμενες σε μέλη των δικών μας Ταγμάτων Εφόδου αλλά και της Στάλχελμ....οι γυναίκες και τα παιδιών ανώτατων κρατικών αξιωματούχων θα απαγάγονταν και θα κρατούνταν όμηροι, προκειμένου να χρησιμεύσουν σαν "ανθρώπινες ασπίδες"...»
«Οι κομμουνιστές σχεδίαζαν να δηλητηριάσουν τα τρόφιμα ... και να κάψουν όλες τις σιταποθήκες του Ράιχ...ετοιμάζονταν να χρησιμοποιήσουν κάθε είδους όπλο...καυτό νερό, μαχαίρια, πιρούνια μέχρι και καυτό λάδι!...»
Από όλους αυτούς τους κινδύνους κατορθώσαμε να σώσουμε την γη των προγόνων μας!. Ωστόσο, δηλώνουμε ότι τα μέτρα που πάρθηκαν ότι μόλις ένα μικρό μέρος προστασίας απέναντι στους κομμουνιστές. Ο αγώνας μας θα συνεχιστεί μέχρι να ξεριζώσουμε και την τελευταία ρίζα κομμουνισμού στην Γερμανία!.»[9]

Η δίκη της ΛειψίαςΕπεξεργασία

"Υπάρχει ένας γεναίος άντρας στην Γερμανία, και αυτός είναι Βούλγαρος"σχολίαζαν τα Ευρωπαϊκά μέσα ενημέρωσης.[10] Ο Δημητρώφ (δεξιά) το 1934 στην Σοβιετική Γεωργία

Στις 21 Σεπτεμβρίου 1933 θα αρχίσει στο Ανώτατο Γερμανικό Δικαστήριο (Reichsgericht) (ης Λειψίας η δίκη για τον εμπρησμό. Κατηγορούμενοι είναι οι: Μαρίνους βαν ντερ Λούμπε για την πράξη του εμπρησμού, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Κομμουνιστικού κόμματος Γερμανίας Έρνστ Τόργκλερ για συμμετοχή στον εμπρησμό και προδοσία και οι τρεις Βούλγαροι κομμουνιστές, και μέλη της Κομιντέρν Βασίλι Τάνεφ, Μπλαγκόι Ποπώφ και Γκεόργκι Δημητρόφ, κατηγορούμενοι για ηθική αυτουργία, προετοιμασία και οργάνωση της επιχείρησης.
Η δίκη που μεταδιδόταν ζωντανά από το κρατικό ραδιόφωνο και είχε πλήρη κάλυψη από εφημερίδες όλου του κόσμου κράτησε μέχρι τις 23 Δεκεμβρίου 1933. Με την ετυμηγορία του το δικαστήριο αθώωσε τους άλλους τέσσερεις κατηγορούμενους - ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων, κρίνοντας μόνον ένοχο τον Μαρίνο βαν ντερ Λούμπε, καταδικάζοντάς τον σε θάνατο.
Αμέσως μετά την δίκη, οι τρεις Βούλγαροι κομμουνιστές απελάθηκαν στην Ρωσία, όπου τους έγινε υποδοχή ηρώων, ο Τόργκλερ κρατήθηκε σε κατ' οίκον περιορισμό - με το πρόσχημα της "προστασίας" του μέχρι το 1936 και ο Μαρίνους βαν ντερ Λούμπε, εκτελέστηκε δι' αποκεφαλισμού στην γκιλοτίνα, στις 10 Ιανουαρίου 1934.

Ιδιαίτερη και ξεχωριστή ήταν η παρουσία του Γκεόργκι Δημητρόφ σε αυτήν την δίκη. Χωρίς δικηγόρο της έγκρισής του αφού σε όλους τους κατηγορούμενους δεν παρασχέθηκε δικηγόρος της επιλογής τους, αλλά διορισμένος συνήγορος, φορώντας συνεχώς χειροπέδες αλλά έχοντας καλή γνώση του γερμανικού Ποινικού Κώδικα, οξύνοια και ευγλωττία κατάφερε να υπερασπιστεί τον εαυτό του και τους συντρόφους του με επιτυχία. Υπέβαλε ο ίδιος πολλά αποδεικτικά στοιχεία και αντεξετάζοντας μάρτυρες κατάφερε να αποδυναμώσει ή και να καταρρίψει αναξιόπιστες μαρτυρίες. Έχοντας την ασφάλεια των πολλών ξένων δημοσιογράφων που παρακολουθούσαν την δίκη κατάφερε να αποδομήσει τον λόγο και το σκεπτικό ακόμα και των ανώτατων Γερμανών αξιωματούχων Γκαίρινγκ και Γκαίμπελς που είχαν παραστεί στη δίκη σαν μάρτυρες κατηγορίας.[11]




Πηγή: Wikipedia

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου