Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι ο Όμηρος τις περισσότερες περιπέτειες του Οδυσσέως τοποθετεί σε θάλασσες δυτικώς της Ελλάδος, γεμάτες οδυνηρές εκπλήξεις, με καταιγίδες, θύελλες, ναυάγια και καταποντισμούς1. Αυτές οι αναφορές απηχούν σαφώς εμπειρίες Ελλήνων ναυτικών που είχαν αρχίσει από την προϊστορική εποχή να ξανοίγωνται στη δύση και να περνούν το στενό της Μεσσήνης. Είναι οι πρώτοι θαρραλέοι θαλασσοπόροι που με αντίξοες συνθήκες και μυρίους κινδύνους δημιούργησαν τις πρώτες θαλάσσιες επικοινωνίες μεταξύ της ελληνικής και της ιταλικής χερσονήσου για να ακολουθήση ο μεγάλος αποικισμός στη Σικελία και στην Κάτω Ιταλία.
Αυτός λοιπόν ο αποικισμός, σε κύρια και βασική του φάση, έλαβε χώραν στο δεύτερο ήμισυ του Η' αιώνος, οπότε δημιουργήθηκαν οι πρώτες αποικίες που φαίνονται στο χάρτη της Εικ.1. Έχουμε δε να κάνουμε τις εξής δύο παρατηρήσεις για τις αποικίες αυτές. Πρώτον ότι όλες, με εξαίρεση τις απομακρυσμένες κατά τις Τυρρινικές ακτές Πιθηκούσες και Κύμη, που άλλωστε δεν βρίσκονται στη Σικελία και αποτελούν ξεχωριστή περίπτωση, αφού ιδρύθηκαν στο πρώτο ήμισυ του αυτού αιώνος, όλες λοιπόν οι υπόλοιπες βρίσκονται στην ανατολική ακτή της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας. Αυτό βεβαίως φυσικό είναι, αφού εξ ανατολών, εξ Ελλάδος, κατέφθαναν οι άποικοι. Η δεύτερη παρατήρηση είναι πιο σημαντική και σχετίζεται με τη θέση και τη σειρά ιδρύσεως των αποικιών αυτών.
Είναι εκ των κάτω προς τα άνω, από νότου προς βορράν, με πρώτη την ίδρυση των Συρακουσών και τελευταία του Τάραντος. Όλες δηλαδή οι αποικίες της Σικελίας προηγήθηκαν αυτών της Κάτω Ιταλίας. Μιά πρώτη εξήγηση του φαινομένου θα ήταν, ότι οι Έλληνες άποικοι παρέκαμπταν τη χερσόνησο της Κάτω Ιταλίας, επειδή γειτνίαζε αμέσως με την ηπειρωτική ιταλική ενδοχώρα και τους εχθρικούς της λαούς και κατέληγαν για μεγαλύτερα ασφάλεια στη νήσο της Σικελίας. Όμως πέρα από το γεγονός, ότι η εξήγηση αυτή δεν επαρκεί, αφού ντόπια εχθρικά προς τους αποίκους φύλα υπήρχαν και στη σικελική ενδοχώρα2, γεγονός είναι ότι ακόμη και για τις αποικίες της Κάτω Ιταλίας, που σχεδόν όλες τότε ήσαν στον κόλπο του Τάραντος, παρατηρείται αυτή η σταδιακή τους δημιουργία εκ των κάτω προς τα άνω, από νότου προς βορράν. Πρώτα δηλαδή ιδρύθηκε το Ρήγιο, στη συνέχεια ο Κρότων, αμέσως μετά η Σύβαρις και αργότερα ο Τάρας. Το δεδομένο αυτό, σε συνδυασμό προς το γεγονός ότι η θέση του Τάραντος επιλέχθηκε στο ασφαλέστερο και καλύτερο σημείο του ομωνύμου κόλπου, προκαλεί αμέσως τον γενικώτερο προβληματισμό. Το πως δηλαδή έφθαναν οι άποικοι στη Σικελία και στην Κάτω Ιταλία και μέσω ποίων θαλασσίων οδών, οι όποιες φυσικά στη συνέχεια, με την ανάπτυξη των αποικιών και τη συχνή τους επικοινωνία με τις μητροπόλεις της κυρίως Ελλάδος, καθιερώθηκαν ως βασικές γραμμές ναυσιπλοΐας. Θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε το θέμα παρουσιάζοντας εδώ δύο τέτοιες βασικές γραμμές ναυσιπλοΐας κατά την αρχαιότητα που εκκινούν ή διέρχονται από την Πελοπόννησο και καταλήγουν στη Σικελία και στην Κάτω Ιταλία.
Η πρώτη ρητά αναφέρεται σε ιστορικές πηγές, ενώ η άλλη προκύπτει εμμέσως, αλλά σαφώς, με βάση επί μέρους στοιχεία από φιλολογικές πηγές της αρχαιότητος, αλλά και από τα αρχαιολογικά δεδομένα. Στο χάρτη της Εικ.1 η πρώτη φαίνεται με διακεκομμένη τεθλασμένη γραμμή. Τρεις φορές αναφέρεται σ' αυτή ο Θουκυδίδης3 κατά τις διάφορες αθηναϊκές εκστρατείες στη Σικελία κατά το -426, το -415 και το -413. Ξεκινούσε από τη βορειοδυτική Πελοπόννησο, παρέπλεε την Αιτωλοακαρνανία, διερχόταν μεταξύ Ιθάκης και Λευκάδας (διότι η Λευκάδα άλλοτε μεν ήταν ενωμένη με στενό ισθμό με την ηπειρωτική ακτή, όπως συνέβαινε στην αρχαϊκή εποχή, άλλοτε δε χωριζόταν από αυτή με λίαν αβαθή πορθμό, όπως στην εποχή του Στράβωνος)4, συνέχιζε διερχομένη το στενό Κερκύρας- Ηπείρου και ανερχομένη πάντα κατά μήκος των Ηπειρωτικών ακτών έφθανε στο ύψος της Αυλώνος, από όπου έκαμπτε προς δυσμάς διαπλέουσα τον πορθμό του Ότραντο και έφθανε έτσι στην Κάτω Ιταλία και στη Σικελία. Όπως βλέπουμε η γραμμή αυτή διήκε κατά το μάλλον και ήττον κατά μήκος των ακτών της Δυτικής Ελλάδος και της Ιταλίας. Ήταν κυρίως ακτοπλοϊκή.
Φαίνεται όμως ότι υπήρχε και ετέρα γραμμή ναυσιπλοΐας, η οποία ιδιαίτερα θα μας απασχολήση, που ξεκινώντας κι αυτή από την Πελοπόννησο έφθανε πρώτα στη Σικελία και εν συνεχεία στην Κάτω Ιταλία. Kαι μάλιστα με κατ' ευθείαν πλούν, από τη νοτιοδυτική Πελοπόννησο στη νοτιοανατολική Σικελία, όπως φαίνεται στην Εικ.1. Ήταν δε καθ' ολοκληρίαν ποντοπόρος γραμμή ναυσιπλοΐας, κατά την ανοικτή δηλαδή θάλασσα. Και τίθεται αμέσως το ερώτημα: υπήρχαν όντως τέτοια ποντοπόρα ταξίδια κατά την αρχαιότητα, Διότι διάχυτη είναι σήμερα η γνώμη, ότι τα πλοία της αρχαιότητος ταξίδευαν πάντοτε παραπλέοντας τις ακτές. Η αντίληψη όμως αυτή αφορά στα πολεμικά σκάφη, πεντηκοντόρους και τριήρεις, τα οποία ως ελαφρά στην κατασκευή και μικρά στο μέγεθος, κατάφoρτα από κωπηλάτες και οπλίτες και στερούμενα αναγκαίων αποθηκευτικών χώρων, είχαν ανάγκη καθημερινή προσορμίσεως και ελιμενισμού για φαγητό των πληρωμάτων και ανεφοδιασμό σε τρόφιμα και άλλα χρειώδη, και δεν αφορούσε στα μεγάλα εμπορικά σκάφη, «ολκάδας και κοίλας νήας», που έπλεαν κυρίως διά των ιστίων κατά την ελαχίστη διαδρομή και την οικονομικωτέρα πορεία. Σε ποντοπόρα ταξίδια ή ποντοπόρα πλοία ή και σε ναυτικούς και εμπόρους που διαπερούν τα πελάγη, αναφέρονται συχνά οι αρχαίοι συγγραφείς. Έτσι, «ποντοπόρους νήας» αναφέρει ο Όμηρος5, «ναύς εκ πόντου πλεούσας» ο Φιλόστρατος6, «εμπόρους τηλικαύτα πελάγη διαπερώντας» ο Ισοκράτης7, ενώ ο Όμηρος πάλι, στη 12η ραψωδία της Οδύσσειας, λέγει χαρακτηριστικά8: «ότε δή την νήσον ελείπομεν, ουδέ τις άλλη φαίνετο γαιάων, αλλ' ουρανός ηδέ θάλασσα» (Όταν αφήναμε το νησί δεν φαινόταν πλέον πουθενά ξηρά, παρά μόνον ουρανός και θάλασσα). Ειδικώς δε διά τον διάπλουν του Ιονίου και του Σικελικού πελάγους χαρακτηριστικές είναι οι αναφορές του Ξενοφώντος στον Οικονομικό «Εκείσε πλέουσιν (οι έμποροι) Σικελικόν Πόντον περώντες»9, του Ευριπίδου στην Ηλέκτρα «επί πόντον Σικελόν σπουδή σώσαντε νεών πρώρας»10 (αναφέρεται στους Διοσκούρους που έσπευδαν στο Σικελικό πέλαγος να σώσουν από την τρικυμία τα πλοία), του Πινδάρου, επίσης, στον ΙΙΙ Πυθιονίκη, «εν ναυσίν μόλον Ιονίαν τάμνων θάλασσαν»11, του Ευριπίδου στις Φοίνισσες «Ιόνιον κατά πόντον πλεύσασα»12, και πλείστες όσες παρόμοιες αναφορές από τα βάθη της αρχαιότητος.
Ήσαν
λοιπόν από αρχαιοτάτων χρόνων γνωστοί οι ποντοπόροι πλόες και ιδίως
κατά το ανοικτό νότιο Ιόνιο και το Σικελικό πέλαγος, όπως δείχνει στην
εικόνα η αντίστοιχη γραμμή ναυσιπλοΐας, η οποία έβαινε πράγματι κατά την
ελαχίστη διαδρομή και την οικονομικωτέρα πορεία από την νοτιοδυτική
Πελοπόννησο στη νοτιοανατολική Σικελία και στην οποία οφείλεται ο
σταδιακός, όπως είδαμε, και δη εκ των κάτω προς τα άνω, από τις
Συρακούσες προς τον Τάραντα, αποικισμός της Σικελίας και της Κάτω
Ιταλίας. Ας δούμε τώρα ποιά περαιτέρω στοιχεία προσδιορίζουν και
πιστοποιούν την ύπαρξή της και την καθορίζουν ειδικώτερα κατά θέση,
προσανατολισμό και κατεύθυνση. Εν πρώτοις γιά τη γραμμή αυτή (βλ. Εικ.1)
υπάρχει η εξής γεωγραφική συγκυρία συμπίπτει με την ευθυγραμμία την
παράλληλη προς τον Ισημερινό σε πλάτος 37ο,15΄, η οποία διέρχετα από τις
Συρακούσες καθώς και από την περιοχή της Κυπαρισσίας, μιας από τις
κυριώτερες παραλιακές πόλεις της δυτικής Πελοποννήσου κατά την
αρχαιότητα. Διέρχεται επίσης η ευθυγραμμία αυτή και από τις δύο νησίδες
των Στροφάδων που βρίσκονται στο ανοικτό νότιο Ιόνιο πέλαγος 400 στάδια
δυτικά της Κυπαρισσίας όπως αναφέρει ο Στράβων13 (40 δηλαδή
μίλια). Έχει επομένως η ευθυγραμμία αυτή ευχερή προσανατολισμό για τους
ναυτιλλομένους (κατ' ευθείαν εξ ανατολών προς δυσμάς και τανάπαλιν), το
γεγονός δε ότι οι αρχαίοι κατά τον Στράβωνα14, τον Τίμαιο, τον Πολύβιο15
και άλλους συγγραφείς, καθώριζαν την απόσταση Σικελίας- Πελοποννήσου σε
4.000 στάδια (400 περίπου μίλια) αποδεικνύει ότι σε αυτήν ακριβώς την
ευθυγραμμία αναφέρονται, που αντιστοιχεί όντως σε τέτοια απόσταση (αν
και κατά τι μεγαλυτέρα στην πραγματικότητα) και συμπίπτει με τη
συγκεκριμένη γραμμή ναυσιπλοΐας. Γι' αυτό και οι Στροφάδες, σύμφωνα με
αρχαίο επίγραμμα, ήταν συχνά κέντρο και ευρύ πεδίο δράσεως της
ελλοχευούσης πειρατίας16, καίτοι κείνται στο ανοικτό πέλαγος μακράν των παρακτίων γραμμών ναυσιπλοϊας17.
Αφ'
ετέρου, ως προς το τοπωνυμικό των δύο νησίδων, δεν είναι τυχαίο το
γεγονός ότι η μεγαλυτέρα των Στροφάδων, μικρή κι αυτή σε έκταση και
χαμηλή18, μόλις διακρινομένη στην Εικ.2, φέρει το όνομα Σταμφάνη.
Η ονομασία δεν είναι τουρκική, όπως περιέργως αναφέρουν μερικές
ελληνικές εγκυκλοπαίδειες19, αλλά καθαρώτατα ελληνική. Και είναι σύνθετη εκ του ομηρικού σταμίν-ίνος εκ του ίστημι, που σημαίνει ορθοστάτης20, και του φανή ή φανός21 που στην αρχική τους έννοια σημαίνουν λαμπάς, δάς (ή δαΐς), δαλός (μσν, δαυλός), πυρσός και φρυκτός22.
Ήταν δηλαδή το όνομα Σταμφάνη ταυτόσημο με το «φανοστάτης» και σαφώς
σχετίζεται με την ύπαρξη αρχαίου φάρου επί της νησίδος, αρχαίου
φρυκτωρίου, για τις ανάγκες της ναυσιπλοΐας, όπως ο σημερινός φάρος του
1829 που οι Άγγλοι κατασκεύασαν στο νησί. Δίπλα στο φάρο αυτό του 1829,
που τον βλέπουμε στην Εικ.3 σε φωτογραφία του 1910, υπάρχει το τοπωνύμιο
«Παλαιόπυργος», κατά το κέντρο της εικόνας και πίσω από τη συστάδα των
δένδρων, όπου ακριβώς και η μέχρι τότε θέση του αρχαίου φάρου, στο
υψηλότερο σημείο τής νησίδος24. Από το σημείο αυτό, λέγει ο
επίσημος φαροδείκτης του 1863, βλέπει κανείς με καθαρό ουρανό, κατ΄
ευθείαν προς ανατολάς, την κορυφή της νήσου Προδανός. Πρόκειται προφανώς
για το βενετσιάνικο όνομα Prodano της νήσου Πρώτης, η οποία ειδικώτερα
στη συνέχεια θα μας απασχολήσει σχετικά με το θέμα μας.![]() |
Εικ. 2 |
Τελειώνοντας με τις Στροφάδες έχουμε να παρατηρήσουμε, ότι οι δύο αυτές νησίδες ενδιέφεραν τους αρχαίους καραβοκύρηδες όχι μόνο ως κείμενες πάνω στη ρότα αυτή των καραβιών τους και επομένως κυριολεκτικώς ως φάρος φωτεινός της πορείας τους, αλλά και ως σταθμός ανεφοδιασμού, αφού η μεγαλύτερη, η Σταμφάνη, καίτοι μικρή και χαμηλή ήταν όπως φαίνεται και στις Εικ.4 και 5 κατάφυτη από πρίνους, δενδρώδη σχίνα και κέδρους σε πυκνή διάταξη (σχετικό και το σημερινό εκεί τοπωνύμιο «Πουρναρόλογγος»), ενώ στο ανατολικό της τμήμα διέθετε άφθονα πηγαία ύδατα ανάμεσα σε πυκνές συστάδες από αυτοφυείς καλαμιές και οπωροφόρα δένδρα (Εικ.6). Ο Βιργίλιος25 την αναφέρει ως κατοικουμένη και με μικρή κτηνοτροφία και αυτό φυσικό ήταν, αφού η νησίδα και βλάστηση είχε και γόνιμο έδαφος και πηγαία ύδατα, αλλά και μόνιμη φρυκτωρία για τους ναυτιλομένους.
Ερχόμαστε τώρα στη νησίδα της Πρώτης, που όπως είδαμε βρισκόταν παρά το ανατολικό άκρο της ευθυγραμμίας, για την οποία μιλάμε. Το όνομά της έρχεται αναλλoίωτο από τα βάθη της αρχαιότητος26 και οφείλεται στο γεγονός, ότι είναι η πρώτη νήσος που συναντά κανείς πλησιάζοντας στην Πελοπόννησο από τα δυτικά. Εάν λοιπόν δεν ήταν γνωστή και συχνής χρήσεως η ποντοπόρος αυτή γραμμή ναυσιπλοΐας και έφθανε κανείς στην Πελοπόννησο από τα δυτικά παραπλέοντας τις ηπειρωτικές ακτές της Ιταλίας και της Δυτικής Ελλάδας, κάθε άλλο παρά πρώτη θα συναντούσε την νήσο αυτή. Πάνω όμως στο νησί αυτό βρίσκονται και τα αρχαιολογικά δεδομένα που πιστοποιούν την ύπαρξη της ποντοπόρου αυτής γραμμής.
![]() |
Εικ. 7 |
Στην Εικ.7 έχουμε την ανατολική πλευρά της Πρώτης και σε πρώτο πλάνο, κάτω, τον αχανή ελαιώνα Κυπαρισσίας- Φιλιατρών και Γαργαλιάνων. Στο βάθος, στην παραλία, η Μαραθόπολη και ακριβώς απέναντί της το νησί. Όπως βλέπουμε, το σχήμα του νησιού μοιάζει με σαύρα27 (δεξιά το κεφάλι, αριστερά η ουρά). Στο σημείο που ξεχωρίζει το κεφάλι από το υπόλοιπο σώμα, κατά το βόρειο τμήμα, προς τα δεξιά, όπως φαίνεται καλύτερα από πιό κοντά στην επόμενη Εικ.8, υπάρχει μία σχισμή σαν να κόβεται το νησί στα δύο.
![]() |
Εικ. 8 |
Από αμνημονεύτων χρόνων οι κάτοικοι της περιοχής έχουν προσδώσει στον όρμο την ονομασία «Γραμμένο», επειδή τα βράχια του είναι κατάγραφα με αρχαίες εγχάρακτες επιγραφές. Με τις περισσότερες, όσες δεν καταστράφηκαν από κατολισθήσεις, διαβρώσεις των βράχων και τη φθορά του χρόνου, έχουν ασχοληθή πλείστοι Έλληνες και ξένοι ερευνητές και αρχαιολόγοι, μεταξύ των οποίων ο Ολλανδός Στρίντ, ο Γερμανός Κόλμπε, κυρίως όμως ο Σουηδός Βαλμίν. Σε όλες τις επιγραφές κυριαρχεί η λέξη «εύπλοια» (δηλ. ο καλός πλούς, το αίσιο, το καλό ταξίδι). Πρόκειται για επικλήσεις στους Διοσκούρους, προστάτες της ναυτιλίας, εκ μέρους δε τών αρχαίων καραβοκύρηδων, για τον εύπλουν, όπως αναφέρουν οι περισσότερες28: «Διόσκοροι εύπλοιαν». Συχνά στις επιγραφές αυτές η λέξη εύπλοια συνοδεύεται από μία δοτική χαριστική αναφερομένη στο πλοίο ή στον κυβερνήτη υπερ ού η αιτουμένη εύπλοια, όπως «ευπλοια τώ E[...] τώ Εφεσίω» (Εικ.11), επίσης "εύπλοια, Θεοκτί[σ]τω τω Μι[λ]ησίω", "εύπλοια τω Υψι[κλ]εί τω Αθηναί[ω]", "εύπλοια [Θ]εογ[έ]νει", "[εύ]πλοια τω [Α]πελ[ά] Εφ[ε]σί[ω]", αλλά και σε άλλες «εύπλεα τώ Ασκληπιώ», «εύπλοια τη Δήμητρι», «ευπλεα τοις Διοσκόροις» (Εικ.13). Ως προς τα τρία τελευταία, δεν πρόκειται βέβαια για εύπλοια χάριν των θεών, αλλ' απλώς Ασκληπιός, Δημήτηρ και Διόσκοροι ήσαν τα ονόματα των πλοίων. Σε μερικές μισοκατεστραμμένες επιγραφές διακρίνεται μόνο το όνομα και ή καταγωγή του καραβοκύρη, όπως (Εικ.12) «Γανπότας Καλός Μεγαρεύς», σε άλλη «Ευθύφιλος Σεράπιδος Σελεκεύς» προφανώς από την παραλιακή Σελεύκεια, την επιλεγομένη Επιθαλαττία, λιμάνι σημαντικό της Αντιοχείας στη Συρία. Και τέλος σε άλλες πολύ δυσανάγνωστες, λόγω διαβρώσεως ή επικαλύψεώς τους από μεταγενέστερες, διακρίνονται μόνο ονόματα κυβερνητών, όπως ΑΝΤΠΑΤΡΟΣ ΕΥΚΡΑΤΗΣ, ΘΕΟΔΟΤΟΣ κ.ά. Συνολικά, επάνω στις σωζόμενες από αυτές, αναφέρονται τέσσερις κυβερνήτες από τη Σμύρνη, δύο από την Έφεσο, δύο από τη Μίλητο, άλλοι από την Αθήνα, τα Μέγαρα, τη Σελεύκεια, την Άσσο του Β. Αιγαίου, τη Λέβεδο, τη Μυτιλήνη, δύο από τη Σικελία και άλλοι από διάφορα άλλα μέρη. Όλοι τους στον όρμο αυτό της Πρώτης χάραζαν στους βράχους τις επικλήσεις για τον εύπλουν.
Τέτοιου είδους όμως επικλήσεις, ειδικά απευθυνόμενες στους Διόσκουρους, τους προστάτες της ναυτιλίας, που απολάμβαναν τιμές ως θεοι29 με τα επίθετα Σωτήρες30 και Επήκοοι31 και που έσωζαν τα καράβια πάντοτε στο τρικυμιώδες πέλαγος32, γίνονται φυσικά προκειμένης αναχωρήσεως για σοβαρόν πλούν υπερποντίου πορείας και σαφώς αναφέρονται στη συγκεκριμένη γραμμή ναυσιπλοΐας, αφού παρόμοιες επιγραφές δεν απαντούν στους όρμους των άλλων νησίδων ή των ηπειρωτικών ακτών της δυτικής Πελοποννήσου. Για τον ίδιο λόγο αρκετοί μελετητές υποστηρίζουν πιθανή ύπαρξη κατά την αρχαιότητα επί της νήσου Πρώτης, άνωθεν του όρμου Γραμμένο, ιερού των Διοσκούρων ή άλλης αναλόγου θεότητος33. Θα μπορούσε όμως αυτό να αναζητηθή και στην έναντι ηπειρωτική ευρύτερη παραλιακή περιοχή, δοθέντας ότι ο όρμος Γραμμένο αναφέρεται ώς ό ουσιαστικός λιμήν της Κυπαρισσίας στους χρόνους της ιστιοφόρου ναυσιπλοίας34. Δεν είναι δε τυχαίο το γεγονός ότι εγγύτατα της Κυπαρισσσίας κατά τον χειμώνα 1961- 1962 ανευρέθησαν σε ανασκαφή35 δύο μικρά αγάλματα (ύψους έκαστο 71 εκ.) που αποδίδονται στους Διοσκούρους και απόκεινται σήμερα στο αρχαιολογικό μουσείο της Πύλου36. Εν τούτοις, παρά τις επικλήσεις στους Διοσκούρους, η εύπλοια δεν εξασφαλιζόταν πάντοτε και τα πλοία συχνά ανοιγόμενα στο Ιόνιο και στο Σικελικό πέλαγος καταποντίζονταν από τη θαλασσοταραχή και τα αγριεμένα κύματα όπως είδαμε (βλ. σημ.1) ή παρασυρόμενα από τη μανία των βορείων ανέμων προς το Λιβυκό πέλαγος εξώκειλαν στην παραλία της βορείου Αφρικής ή και τσακίζονταν στις βραχώδεις ακτές της37.
![]() |
Νήσος Πρώτη: Ο όρμος με την ονομασία «Γραμμένο», τα βράχια του οποίου είναι κατάγραφα με αρχαίες εγχάρακτες επιγραφές. |
Ερχόμαστε
τώρα σε ένα τελευταίο στοιχείο που προσεπιβεβαιώνει την ύπαρξη της
ποντοπόρου αυτής γραμμής ναυσιπλοΐας Ν.Δ. Πελοποννήσου- Σικελίας και
αναφέρεται στην ίδρυση της πρώτης σημαντικής αποικίας στη Σικελία, αυτής
των Συρακουσών. Πρόκειται για τον χρησμό του μαντείου των Δελφών που
δόθηκε στον Κορίνθιο Αρχία, τον ιδρυτή της πόλεως. Αρχίζει ως γνωστόν ο
χρησμός ως εξής38: «Ορτυγίη τις κείται εν ηεροειδέι πόντω Θρινακίης καθύπερθεν...».
Συμβουλεύει δηλαδή το μαντείο τον Αρχία να ιδρύση την αποικία του σ'
ένα νησάκι ονόματι Ορτυγία που κείται, κι αυτό έχει σημασία, στον
ομιχλώδη πόντο άνωθεν (καθύπερθεν) της Σικελίας. Η φράση αυτή στο
χρησμό, η οποία συγκεκριμενοποιεί τη θέση της Ορτυγίας, φαίνεται εκ
πρώτης όψεως εντελώς άτοπη. Κατ' αρχήν η Ορτυγία δεν βρίσκεται στον
ομιχλώδη πόντο, αλλά εγγύτατα της Σικελίας, με την οποία μάλιστα οι
Κορίνθιοι άποικοι την ένωσαν με γέφυρα39. Όσο για το «καθύπερθεν», είτε αυτό εκληφθή με τη γεωγραφική έννοια, οπότε σημαίνει βορείως40, είτε με την υψομερική σημασία, δηλ. υψηλότερα41, η
Ορτυγία στην πραγματικότητα βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της Σικελίας
και υψομετρικώς χαμηλότερα. Η φράση λοιπόν αυτή στο χρησμό εξηγείται
μόνο αν λάβουμε υπ' όψη την ως άνω γραμμή ναυσιπλοΐας, την οποία
φαίνεται ότι είχε υπ' όψη και το μαντείο, όπως αμέσως θα διαπιστώσουμε.
Πράγματι
η γραμμή αυτή διέρχεται τον ομιχλώδη πόντο του νοτίου Ιονίου και του
Σικελικού πελάγους, ο οποίος ως σχεδόν πάντοτε νεφελώδης περιορίζει
συχνά την ορατότητα42 στα έξι περίπου μίλια. Πλέοντας λοιπόν ο
αρχαίος καραβοκύρης κατά τη γραμμή αυτή με σταθερό προσανατολισμό εξ
ανατολών προς δυσμάς, διασχίζοντας τον ομιχλώδη πόντο και πλησιάζοντας
στα έξι μίλια την Ορτυγία, έβλεπε την κορυφογραμμή της χωρίς να βλέπη
στο βάθος την κορυφογραμμή της Σικελίας. Και όταν άρχιζε να βλέπη την
τελευταία, είχε πλησιάσει τόσο πολύ την Ορτυγία, ώστε λόγω του γνωστού
φαινομένου της οφθαλμαπάτης έβλεπε την κορυφογραμμή της Ορτυγίας να
υπέρκειται αυτής της Σικελίας, όπως φαίνεται παραστατικά στη σχεδίαση43 της Εικ.15.
Αυτή λοιπόν η γραμμή ναυσιπλοΐας υποδηλώνεται στο χρησμό. Και επειδή φυσικά προϋφίσταται της ιδρύσεως των Συρακουσών, εξηγείται η προϊστορική της ύπαρξη και το γεγονός της σταδιακής από νότου προς βορράν αποικίσεως της Σικελίας και της Κάτω Ιταλίας. Αργότερα, κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, απετέλεσε η γραμμή αυτή και τμήμα της ναυτικής οδού Αλεξανδρείας- Ρώμης44 και δατηρήθηκε σε όλους τους αιώνες της ιστιοφόρου ναυσιπλοΐας, αφού αναφέρεται στα οδοιπορικά45 των περιηγητών και στους ναυτικούς χάρτες και πορτολάνους46.
Τελειώνοντας,
αξίζει να επισημάνουμε ότι η πανάρχαια αυτή γραμμή ναυσιπλοΐας υπήρξε
και το έναυσμα, από τους προϊστορικούς ήδη χρόνους και μάλιστα πολύ πριν
την ίδρυση των Συρακουσών, για τη δημιουργία του πασίγνωστου στην
αρχαιότητα μύθου Αλφειού και Αρέθουσας, κατά τον όποιο ο ποταμός αυτός
μετά υπόγεια διαδρομή από Πελοπόννησο προς Σικελία, καταλήγει στην
Ορτυγία όπου αναβλύζει στο στόμιο της αγαπημένης του πηγής Αρέθουσας, με
την οποία σμίγει τα νερά του. Προϋφίσταται δε ο Μύθος αυτός της
ιδρύσεως των Συρακουσών, αφού σαφή μνεία του κάνει ο χρησμός που δόθηκε,
όπως, είδαμε, στον ιδρυτή της πόλεως Κορίνθιο Αρχία και μάλιστα για να
καθορίση την ακριβή θέση της Ορτυγίας: ...κείται έν ήεροειδέι πόντω Θρινακίης καθύπερθεν, ίν Αλφειού στόμα βλύζει μισγόμενον πηγαίσιν ευρρείτης Αρεθούσης
(= κείται, η Ορτυγία, στον ομιχλώδη πόντο άνωθεν της Σικελίας, όπου
αναβλύζει ο Αλφειός σμίγοντας τα νερά του με αυτά της καλλιρόης
Αρέθουσας).
Είναι
προφανές λοιπόν, ότι ο μύθος αυτός βασίζεται στις εμπειρίες των πρώτων
Ελλήνων ναυτικών που ακολούθησαν αυτή τη ποντοπόρο, γραμμή και δη στα
πηγαία και άφθονα και δυσεξήγητα γι' αυτούς ύδατα που αντίκρυσαν στις
μικρές νησίδες των Στροφάδων και της Ορτυγίας, σε συνδυασμό με τις
υδρογεωλογικές γνώσεις και αντιλήψεις των αρχαίων, στις όποιες πρόσθεΤελειώνοντας,
αξίζει να επισημάνουμε ότι η πανάρχαια αυτή γραμμή ναυσιπλοΐας υπήρξε
και το έναυσμα, από τους προϊστορικούς ήδη χρόνους και μάλιστα πολύ πριν
την ίδρυση των Συρακουσών, για τη δημιουργία του πασίγνωστου στην
αρχαιότητα μύθου Αλφειού και Αρέθουσας, κατά τον όποιο ο ποταμός αυτός
μετά υπόγεια διαδρομή από Πελοπόννησο προς Σικελία, καταλήγει στην
Ορτυγία όπου αναβλύζει στο στόμιο της αγαπημένης του πηγής Αρέθουσας, με
την οποία σμίγει τα νερά του. Προϋφίσταται δε ο Μύθος αυτός της
ιδρύσεως των Συρακουσών, αφού σαφή μνεία του κάνει ο χρησμός που δόθηκε,
όπως, είδαμε, στον ιδρυτή της πόλεως Κορίνθιο Αρχία και μάλιστα για να
καθορίση την ακριβή θέση της Ορτυγίας: ...κείται έν ήεροειδέι πόντω Θρινακίης καθύπερθεν, ίν Αλφειού στόμα βλύζει μισγόμενον πηγαίσιν ευρρείτης Αρεθούσης
(= κείται, η Ορτυγία, στον ομιχλώδη πόντο άνωθεν της Σικελίας, όπου
αναβλύζει ο Αλφειός σμίγοντας τα νερά του με αυτά της καλλιρόης
Αρέθουσας).
Είναι
προφανές λοιπόν, ότι ο μύθος αυτός βασίζεται στις εμπειρίες των πρώτων
Ελλήνων ναυτικών που ακολούθησαν αυτή τη ποντοπόρο, γραμμή και δη στα
πηγαία και άφθονα και δυσεξήγητα γι' αυτούς ύδατα που αντίκρυσαν στις
μικρές νησίδες των Στροφάδων και της Ορτυγίας, σε συνδυασμό με τις
υδρογεωλογικές γνώσεις και αντιλήψεις των αρχαίων, στις όποιες πρόσθεσαν
την εδραία πεποίθηση, αλλά και την καθαρή φαντασία, για να πλεχθή ο
ωραιότερος μύθος της αρχαιότητας. Ειδικές αναφορές σε όλα αυτά έχουμε
διατυπώσει σε σχετικές πραγματείες και ανακοινώσεις τόσο για τις
γνώσεις, εμπειρίες, αλλά και δοξασίες, των αρχαίων Ελλήνων πάνω στην
υδρογεωλογία και το καρστικό υπέδαφος της Πελοποννήσου κατ' Αριστοτέλη
και άλλους αρχαίους συγγραφείς47, όσο και για την, με βάση αυτά,
δημιουργία του μύθου από τους πρώτους Έλληνες θαλασσοπόρους που
ξανοίχθηκαν από τις ακτές της Ν.Δ. Πελοποννήσου για ποντοπόρα ταξίδια
και αναζητήσεις με κατ' ευθείαν πλούν προς δυσμάς, στην ευθυγραμμία
Κυπαρισσίας, Στροφάδων και της Σικελικής Ορτυγίας48.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου