expr:class='"loading" + data:blog.mobileClass'>

nasdaq

Search in navarinoinvestment

auto slider

Παρασκευή 20 Μαΐου 2016

Η θέση της γυναίκας στην αρχαία Αθήνα




Η θέση της γυναίκας στην διαδρομή του χρόνου δεν θα μπορούσε ασφαλώς να θεωρηθεί πλεονεκτική. Ειδικότερα, από την στιγμή της εμφάνισης της πατριαρχικής οικογένειας, η γυναίκα τάσσεται στη φροντίδα του οίκου της και αντιμετωπίζεται ως αναπαραγωγική μηχανή. Η βασική αυτή αρχή σηματοδοτεί την πορεία της γυναίκας σε ολόκληρο τον αρχαιοελληνικό κόσμο.

 


Μεγάλη ελληνική εγκυκλοπαίδεια, τόμ. Η΄, σελ. 782 


Η εποχή της ακμής του μεγάλου αυτού πολιτισμού, με κέντρο την αθηναϊκή δημοκρατία, ιδίως τον 5ο αιώνα π.Χ., παρουσιάζει ένα κύριο γνώρισμα: οι γυναίκες δεν μετέχουν στη δημόσια ζωή, αλλά μένουν υποχρεωτικά κλεισμένες εντός των τειχών του οικογενειακού οίκου. Η αθηναϊκή δημοκρατία είναι στην ουσία της μία «λέσχη ανδρών». Από πολλές πλευρές το γυναικείο φύλο τελεί ουσιαστικά σε κατάσταση εξάρτησης από το αρσενικό και υποβαθμίζεται, παίρνοντας θέση πολύ κοντά στους δούλους, που στερούνται παντελώς δικαιωμάτων.

Η υποταγή της γυναίκας στον άνδρα παρουσιάζει και μια αυτοτέλεια και μια καθολικότητα. Όσο κι αν υπήρξαν, κατά καιρούς, γυναίκες που επιβλήθηκαν, ως σύμπτωμα μιας περιστασιακής δύναμης, κυρίως μέσα στους κόλπους των προνομιούχων τάξεων, η γενική εικόνα δεν αλλάζει καθόλου, ούτε επηρεάζεται από αυτό το σύμπτωμα. Πρόκειται μόνο για ένα παιχνίδι ρόλων, που αποτελεί ένδειξη του τρόπου με τον οποίο εκφράζεται η δύναμη της ιθύνουσας τάξης, πάνω στο καταπιεζόμενο πλήθος. Η γυναίκα, ως φύλο, δεν αναδείχθηκε, με τον τρόπο αυτό, σε δύναμη κυριαρχική και η κοινωνία δεν έχασε τον χαρακτήρα της ανδροκρατικής υφής της.

Αξίζει να παρακολουθήσουμε την ζωή της Αθηναίας του 5ου αιώνα, σχηματίζοντας έτσι μια γενική αντίληψη για την κατάσταση, στην οποία βρίσκονταν οι γυναίκες κατά την αρχαιότητα.

 
 
Γυναικωνίτης ήταν το ιδιαίτερο μέρος του σπιτιού, που προοριζόταν για την κατοικία των γυναικών. Λέγονταν και γυναικών, γυναίκειον, γυναικίτης ή γυναικηίη. Στους πέρσες ονομαζόταν εντερούν, στους ινδούς ζενανέκ, στους τούρκους χαρεαλίκ.
 
Από άποψη της ιστορίας της τέχνης, ο καθορισμός ενός ενιαίου αρχιτεκτονικού τύπου γυναικωνίτη καθίσταται αδύνατος, δεδομένου ότι η θέση των γυναικείων διαμερισμάτων στο σύνολο του σπιτιού εξαρτήθηκε, όπως ήταν φυσικό, από τον τύπο του οικήματος που επικρατούσε στις διάφορες εποχές και κοινωνικές τάξεις της ελληνικής αρχαιότητας.
 
Η πρώτη διάκριση γυναικείων διαμερισμάτων από το λοιπό οίκημα ανάγεται στην ομηρική εποχή και διαφωτίζεται από τις αναφορές του Ομήρου και τις αρχαιολογικές ανασκαφές στην Κνωσό, την Τύρινθα κ.α..

 
Ο γυναικωνίτης
στο ανάκτορο
της Τίρυνθας

περιστοιχίζεται από παχύτατους τοίχους και μοιάζει καταπληκτικά με το τούρκικο χαρέμι.
 
Α Ανδρικά διαμερίσματα.
Β Διάφορα διαμερίσματα (λουτρά κ.ά).
Γ Βοηθητικοί χώροι (εργαστήρια, κοιτώνες υπηρετών κ.ά.).
Δ Γυναικωνίτης.

Στοιχειώδες σχεδιαγράφημα με βάση τα σχέδια Dörpfeld, H. Schliemann, Tiryns, σελ. 180 και 809.
(Μεγάλη ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. Η΄, σελ. 782.
 
 
Γενικό γνώρισμα του γυναικωνίτη σε όλες τις εποχές είναι ότι βρισκόταν πάντοτε στο βάθος του οίκου. Αυτό γινόταν για δύο κυρίως λόγους. Για τη φύλαξη των γυναικών και για την ασφαλή αποθήκευση σε αυτόν κάθε πολύτιμου θησαυρού, τροφίμων κ.λ.π., γιατί εκτός της παραμονής των γυναικών, ο γυναικωνίτης χρησιμοποιούνταν και ως θησαυροφυλάκιο (Ξενοφ. Οικον. 9, 3).
 
Η ιδέα του χωρισμού των γυναικών από τους υπόλοιπους άρρενες κάτοικους του σπιτιού έχει αρχή στις παλιότερες εποχές, που το γυναικείο φύλλο ήταν υποταγμένο στο ανδρικό. Στον ελληνικό γυναικωνίτη αυτή η αντίληψη είναι εμφανέστατη. Ο γυναικωνίτης αποτελεί κατά κάποιο τρόπο φυλακή της γυναίκας. Η μέταυλος θύρα παραμένει κλειδωμένη κατά τη διάρκεια όλης της νύχτας. Η καταπακτή της κλίμακας του ομηρικού «υπερώου» (πρώτο πάτωμα, όπου διέμεναν οι ανύπαντρες κόρες των βασιλιάδων και το γυναικείο προσωπικό, Ιλ. Β΄ 512, Π΄ 184), ήταν καλά ασφαλισμένη.
 
Στην αρχαϊκή οικία θυρωρός φύλασσε την θύρα και έκρουε ρόπτρο, ώστε μπαίνοντας στο σπίτι ο επισκέπτης να μην δει την οικοδέσποινα και τις θυγατέρες στην αυλή. Η έξοδος των γυναικών από το σπίτι γινόταν μόνο σε κηδείες, σπουδαίες εορτές και επισκέψεις.
(Μεγάλη ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. Η΄, σελ. 782).
 
 

Γενικά στοιχεία

Όπως είναι γνωστό, οι Αθηναίες κόρες έβγαιναν από το σπίτι μόνο σε μέρες γιορτής και μόνο με τις μητέρες τους, καθώς αυτές ήταν και οι μοναδικές τους ευκαιρίες να ειδωθούν με τους νέους.

Οι μεγαλύτερες γιορτές ήταν τα πολυήμερα Μεγάλα Παναθήναια και τα Μικρά Παναθήναια. Γίνονταν προς τιμή της θεάς Αθηνάς, με συμμετοχή όλου του λαού, ανεξάρτητα από φύλο, ηλικία ή κοινωνική θέση. Σε αυτά τα πανηγύρια, οι νέες αντάλλασσαν φευγαλέες ματιές ή δειλά χαμόγελα με τους νέους κι έτσι άρχιζαν τα ειδύλλια. Όποτε κάτι τέτοιο συνέβαινε, ο μόνος τρόπος που είχε ο νέος να εκδηλώσει τα συναισθήματά του ήταν να γράφει σε τοίχους ή σε δέντρα ή στην πόρτα της κοπέλας το όνομα της, μαζί με το επίθετο «καλή», δηλαδή όμορφη.

Μερικοί από αυτούς τους έρωτες κατέληγαν σε γάμο, αλλά τις περισσότερες φορές οι γάμοι γίνονταν με συνοικέσιο. Στην αρχαία Αθήνα ο γάμος δεν ήταν προσωπική, αλλά πολιτική υπόθεση. Δεν ήταν δηλαδή κάτι που αφορούσε δύο άτομα, αφορούσε στο σύνολο, την πόλη, η οποία, για να διαφυλάξει την συνοχή και την καθαρότητα της, καθόρισε ειδικό και αυστηρό νομικό πλαίσιο για την νόμιμη ένωση των δύο φύλων. Ήταν πολιτικό γεγονός, με την έννοια ότι σκοπούσε στο να προσφέρει στην πόλη γνήσια παιδιά (πολίτες) και από την άλλη ο σύζυγος πολίτης και οπλίτης να εξασφαλίσει φύλακα πιστό για τα υπάρχοντα του.

Οι γάμοι γίνονταν με συνοικέσιο, συχνά με τη μεσολάβηση κάποιας προμνήστριας, δηλαδή προξενήτρας, ανάμεσα στους γονείς του νέου και της νέας, οι οποίοι δεν είχαν ειδωθεί ποτέ. Μετά την συμφωνία των γονιών ακολουθούσε μια συνάντηση του νέου με τον μελλοντικό πεθερό του, που λεγόταν εγγύη και ήταν μια τελετή αντίστοιχη με αρραβώνα, κυρίως όμως πάνω σε οικονομική βάση.

 
 







Ο ομηρικός γυναικωνίτης
χωρίζεται σε δύο κύρια μέρη:
το «μέγαρον» (Ιλ. Χ΄ 460, Οδ. Σ΄. 316, Τ΄ 60) και τον «θάλαμον» (Ιλ. Ζ΄ 288), όπου είναι ο συζυγικός κοιτώνας στο βάθος ή ενίοτε στα πλάγια του μεγάρου.
Η διαρρύθμιση αυτή μοιάζει πολύ με τα ιδιαίτερα διαμερίσματα του Σολομώντα, σύμφωνα με τις περιγραφές της Παλαιάς Διαθήκης.
 
 

Το κορίτσι
στον οίκο του πατέρα


Η θέση της Αθηναίας κόρης ήταν μέσα στο σπίτι. Το κορίτσι μεγάλωνε εκεί μαζί με τις δούλες αν άνηκε σε εύπορη οικογένεια. Ο κύριος του οίκου είχε το νόμιμο δικαίωμα εφόσον υπήρχε ανάγκη να την εκπροσωπεί σε νομικές υποθέσεις, γιατί η ίδια ήταν δικαιοπρακτικά ανίκανη, όπως βέβαια και τα υπόλοιπα μέλη του οίκου του.

Η εκπαίδευση της γυναίκας στην Αθήνα ήταν θεσμικά ανύπαρκτη, εκτός κι αν φρόντιζε διαφορετικά ο κύριός της και η ουσιαστική συμμετοχή της στην κοινότητα αναδεικνυόταν κυρίως σε τελετές θρησκευτικού χαρακτήρα, όπως τα Θεσμοφόρια.

Τις μνήστευαν σε νεαρότατη ηλικία, μερικές φορές παιδιά ακόμα και τις πάντρευαν κατά κανόνα όταν έφταναν στην ηλικία των δεκατεσσάρων ή δεκαπέντε ετών. Τις ένωναν με άνδρες που βρίσκονταν στην ηλικία των τριάντα περίπου ετών. Κατά την διάρκεια των παιδικών και νεανικών τους χρόνων δεν τις δίδασκαν τίποτα, ούτε στο σχολείο ούτε στο σπίτι, όπου περνούσαν τον καιρό τους μαθαίνοντας δουλειές που ταίριαζαν σε γυναίκες και ασχολούμενες με παιχνίδια που δεν συντελούσαν βέβαια στην ανάπτυξη του μυαλού τους, όπως κούκλες, στεφάνια, τόπια, σβούρες και κούνιες.

Η διαδικασία της ενηλικίωσης για τη γυναίκα στις κοινωνίες της κλασικής περιόδου έρχεται μέσω της εμμηνόρροιας, ένδειξη και σύμβολο ταυτόχρονα της ικανότητας για γονιμοποίηση. Το θεμελιώδες ενδιαφέρον της Αθηναϊκής κοινωνίας για τη γονιμότητα και το υγιές θηλυκό σώμα αναδεικνύεται σε αναθηματικά ειδώλια με θηλυκές ανατομικές λεπτομέρειες. Οι φυλακτήριες ιδιότητες αυτών των ειδωλίων εκφράζουν σε ένα βαθμό τις προσδοκίες της κοινότητας για την υγιή μετάβαση της έφηβης στη γυναικεία ωριμότητα.

 
 
 








Αρχαίες
ελληνίδες
με καλυμμένο
το κεφάλι
.
   
Ορισμένες απεικονίσεις αρχαίων γυναικών σε αγγεία ή αγάλματα με κάπως πιο ελευθεριάζουσες ενδυμασίες, μας δίνουν εσφαλμένη εντύπωση για τη θέση της ελληνίδας στον αρχαίο κόσμο. Συνήθως τα αγάλματα και οι εικόνες αυτές είναι είτε από τον μυθολογικό κύκλο, που παριστάνουν θεές ή ιέρειες είτε από συμπόσια, που παριστάνουν πόρνες/εταίρες είτε από μέσα στον γυναικωνίτη, όπου δεν υπήρχε παρουσία ανδρών.
 
Η πραγματική θέση της απλής γυναίκας στην αρχαία Ελλάδα ήταν πολύ διαφορετική. Ακόμα και στην κλασική Αθήνα, η γυναίκα ήταν αμόρφωτη, κλεισμένη όλη μέρα στον γυναικωνίτη κι όταν σπάνια έβγαινε έξω από το σπίτι επ’ ευκαιρία κάποιας γιορτής/τελετής, έπρεπε να είναι ιδιαίτερα προσεκτική και ευπρεπής, γιατί η συμπεριφορά της ελεγχόταν από τους γυναικονόμους.
 
Ο Απ. Παύλος δεν άλλαξε τίποτε, όταν παράγγελνε ότι οι γυναίκες πρέπει να έχουν καλυμμένη την κεφαλή.
 
 

Γάμος

Καθ’ όλη την διάρκεια του πολιτισμού, από τα αρχαιότερα χρόνια έως και σήμερα, ο γάμος, ανεξαρτήτως κουλτούρας και χώρας, αποτελεί τον πλέον αναγνωρισμένο, αλλά και νομοθετικά κατοχυρωμένο τρόπο, με τον οποίο δύναται ο άνδρας να συζεί με την γυναίκα.

Ο Ελληνικός γάμος, μέσα από την ιστορική του εξέλιξη, πέρασε από πολλά στάδια, αλλά τρία από αυτά θα μπορούσαμε να πούμε πως ήταν τα σημαντικότερα.

1. Το στάδιο του γάμου δι’ αρπαγής.

2. Το στάδιο του γάμου δι’ αγοράς (επρόκειτο ουσιαστικά για έναν συναινετικό γάμο με την ευρεία έννοια) όπου δεν επιλέγει η νύφη τον άνδρα που θα παντρευτεί, αλλά στην ουσία ο γάμος αποτελεί μια συμφωνία ανάμεσα στον γαμπρό και τον πατέρα της νύφης.

3. Το στάδιο του συναινετικού γάμου εν στενή εννοία, όπου ο γάμος είναι μια απόφαση που παίρνεται από τους δύο μελλόνυμφους. Το τελευταίο αυτό στάδιο, είναι αυτό που ισχύει και σήμερα.

Στην Αθήνα της κλασσικής περιόδου, ίσχυε το δεύτερο από τα παραπάνω στάδια, καθώς δεν ακουγόταν η άποψη της γυναίκας και ο πατέρας της ως κύριός της ήταν αυτός που αποφάσιζε το ποιόν θα παντρευτεί. Παρόλα αυτά, ο θεσμός κατείχε μια περίοπτη θέση στην Αθήνα εκείνης της περιόδου και στην κλασική Ελλάδα γενικότερα.

 



Εγγύη

Ο θεσμός της εγγύης αποτελεί αναμφισβήτητα έναν από τους πλέον ιδιότυπους που συναντάμε στο αττικό δίκαιο.

Ως εγγύη ορίζεται η διαβεβαίωση, ενώπιον μαρτύρων, του πατέρα της νύφης ή όποιου άλλου τον αναπλήρωνε στην άσκηση της κυριείας του, προς τον μέλλοντα σύζυγο, ότι η κόρη του ήταν γνήσια κόρη Αθηναίου πολίτη και είχε αποκτηθεί με την νόμιμη σύζυγό του που ήταν και αυτή γνήσια ατθίδα, καθώς και ότι μετά τις τελετές του γάμου θα του την παρέδιδε για να συνοικήσει μαζί του ως νόμιμη σύζυγος με σκοπό την απόκτηση νόμιμων παιδιών.

Η εγγύη συναπτόταν μεταξύ δύο προσώπων, του μελλοντικού συζύγου και του κυρίου της κοπέλας, ο οποίος ήταν συνήθως ο πατέρας της. Σε διαφορετική περίπτωση την κοπέλα μπορούσαν να εκπροσωπήσουν ο εκ πατρός αδελφός της ή ο εκ πατρός παππούς της.

Όπως παρατηρούμε η γυναίκα δεν έχει καμία συμμετοχή στην διαδικασία αυτή ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που δεν γνώριζε καν ότι θα παντρευτεί. Ο γάμος λοιπόν δεν είναι ποτέ μια ελεύθερη επιλογή της νέας γυναίκας. Είναι ο πατέρας της ή ο νόμιμος κηδεμόνας της, εκείνος ο οποίος είναι επιφορτισμένος με την εξουσία επιλογής του οίκου όπου θα την οδηγήσει.

Αυτή η ελευθερία είναι ακόμα πιο περιορισμένη στις περιπτώσεις των επίκληρων γυναικών, δεδομένου ότι ήταν υποχρεωμένες να παντρευτούν τον πιο κοντινό συγγενή που θα όριζε ο Επώνυμος Άρχοντας .

Με τον τρόπο αυτό περνούσε η Αθηναία κόρη από τον έναν «οίκο» στον άλλο, από τον έναν κύριο στον άλλο, χωρίς κανένας να ζητήσει την γνώμη της. Έμπαινε στον κύκλο των παντρεμένων γυναικών, χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει, άφωνη και άβουλη, όπως άφωνη και άβουλη την ήθελε στην υπόλοιπη ζωή της η συντηρητική αθηναϊκή έννομη τάξη.
Η εγγύη αφορούσε αποκλειστικά τις γυναίκες,καθώς μόνο η δική τους προέλευση έπρεπε
να ερευνηθεί. Η ταυτότητα των ανδρών ήταν
σε όλους γνωστή, διότι γράφονταν στα ληξι-
αρχικά γραμμάτια των δήμων και στους
καταλόγους των φρατόρων. Εκτός από αυτό
όμως ήταν και γνωστοί από την συμμετοχή
τους στην εκκλησία του δήμου καθώς
σε αντίθεση με τα σημερινά δεδομένα
η ανδρική κοινωνία ήταν ιδιαίτερα ολιγο-
μελής.


Έκδοση

Το αμέσως επόμενο στάδιο του αττικού γάμου
ήταν η έκδοση, δηλαδή η παράδοση της κόρης
από τον κύριο της, στον μέλλοντα σύζυγο (και
νέο κύριο) και την μετάβασή της πλέον στη
νέα της κατοικία. Την έκδοση συνόδευαν
τελετές.



Συνοίκηση

Μετά την εγγύη και την έκδοση, το τελευταίο
στάδιο για την ολοκλήρωση ενός έγκυρου
γάμου είναι η συνοίκηση. Σε αυτό το στάδιο
οι σύζυγοι οφείλουν να συγκατοικήσουν έτσι
ώστε με την ένωση τους να επιτευχθεί
η γέννηση υγιών και νόμιμων παιδιών,
τα οποία θα συνεχίσουν τον οίκο και θα απο-
τελέσουν τους μελλοντικούς πολίτες.


Ο γυναικωνίτης
δεν ήταν εφεύρεση
της χριστιανικής
Εκκλησίας.
Υπήρχε στα σπίτια
της αρχαίας Αθήνας,
όπου έκλειναν
όλη τους τη ζωή
οι άνδρες
τις γυναίκες τους,
ενώ εκείνοι γύριζαν
στα γυμναστήρια
ψάχνοντας να βρουν
κανένα νεαρό
ή γλεντούσαν
στα συμπόσια
με τις εταίρες.


  
Η τεκνοποιία αποτελεί το κυριότερο θεμέλιο της έγγαμης συμβίωσης, καθώς η εγγύη λάμβανε χώρα όταν η γυναίκα δεν είχε φτάσει ακόμα σε ηλικία γάμου.

Ένας αττικός γάμος λοιπόν ολοκληρωνόταν μόνο εφόσον πληρούνταν και τα τρία στάδια που αναφέρθηκαν.


Προίκα

Οι πρώτες αναφορές σχετικά με την προίκα στην αρχαία Ελλάδα τοποθετούνται χρονικά στην ομηρική εποχή. Από την Οδύσσεια πληροφορούμαστε, ότι ο θεσμός της προίκας συνδεόταν με τη συνήθεια, που είχαν οι γονείς να παραδίδουν τις κόρες τους στους συζύγους τους με όλα τα ενδύματα, τα κοσμήματα και τα προσωπικής τους χρήσης αντικείμενα. Αυτά ακριβώς τα αντικείμενα ο Όμηρος αναφέρει στην Ιλιάδα ως μείλια (Ζ΄ 392).

Με την εμφάνιση της πόλης-κράτους άλλαξε ο τύπος της οικονομίας κάνοντας την συντήρηση του οίκου πολύ πιο δύσκολη. Ο άνδρας πλέον δεν μπορούσε να καλλιεργεί μόνος όλα τα απαραίτητα για την συντήρηση της οικογένειάς του και ήταν αναγκασμένος να τα προμηθεύεται. Αξίωσαν λοιπόν οι άνδρες να λαμβάνουν με τον γάμο περιουσιακά στοιχεία από την γυναίκα, τα οποία θα τους βοηθούσαν να αντιμετωπίσουν τα βάρη του γάμου (δαπάνες διατροφής και ανατροφής παιδιών, που αποκτούνταν κατά την διάρκεια του γάμου). Τα περιουσιακά αυτά στοιχεία στο σύνολό τους συνιστούσαν αυτό που άρχισε σιγά σιγά να χαρακτηρίζεται ως προίκα.

Εκτός από την αντιμετώπιση των οικονομικών δυσκολιών που συνεπαγόταν ο γάμος, η προίκα συνιστούσε και έναν τρόπο ικανοποίησης των κληρονομικών αξιώσεων των θυγατέρων δεδομένου ότι δεν είχαν δικαίωμα συμμετοχής, όπως τα άρρενα τέκνα, στην διανομή της πατρικής κληρονομιάς, ιδίως όταν αυτή περιελάμβανε ακίνητα.

Άλλοι σκοποί που εξυπηρετούνταν με την σύσταση της προίκας ήταν η καλύτερη συμπεριφορά των συζύγων προς τις γυναίκες τους αλλά και το να μη τις αποπέμπουν, καθώς η διάλυση του γάμου υποχρέωνε τον σύζυγο να επιστρέψει πίσω την προίκα που έλαβε. Επίσης η σύσταση προίκας αποτελούσε και μια απόδειξη σύστασης του γάμου.

Κατά την διάρκεια του γάμου κύριος της προίκας ήταν μόνο ο σύζυγος. Βλέπουμε δηλαδή ότι η προίκα δεν ήταν ποτέ κτήμα της γυναίκας, η οποία δεν μπορούσε να διαχειρίζεται κατά βούληση την προσωπική της περιουσία. Ακόμα και σε περίπτωση διαζυγίου ή χηρείας αυτή έπρεπε να παραδοθεί σε άλλον «κύριο». Επίσης, δεν φαίνεται να απαγορευόταν η εκμετάλλευση και η εκποίηση της προίκας από την πλευρά του συζύγου. Προκειμένου όμως να γίνει πώληση των προικώων έπρεπε να πάρει πρώτα την συναίνεση του προικοδότη πατέρα και πρώην κυρίου της.


Ο έγγαμος βίος

Ο έγγαμος βίος άρχιζε με τα προκαθορισμένα του καθήκοντα και τις απαράβατες για τη σύζυγο υποχρεώσεις: πλύσιμο και μπάλωμα των ρούχων του συζύγου, κλώσιμο στην ανέμη ή ύφανση στον αργαλειό, τεκνοποιία και ανατροφή παιδιών, εποπτεία των δούλων του σπιτιού που άλεθαν το στάρι, φρόντιζαν για την καθαριότητα, έψηναν ψωμί, μαγείρευαν και κουβαλούσαν νερό.

Το σπίτι ήταν το μικρό βασίλειο της γυναίκας, που το γυρόφερνε ολημερίς, ψάχνοντας πώς να γεμίσει τις ώρες της και προσμένοντας την ευκαιριακή επάνοδο του σχεδόν πάντοτε απόντα συζύγου για φαγητό ή για ύπνο.

Άβολο και άχαρο ήταν το σπίτι του 5ου αιώνα. Στην πόλη κυριαρχούσε ο κανόνας της μονώροφης κατοικίας, μολονότι μερικά σπίτια, τον παραβίαζαν. Οι περισσότερες προσόψεις, αλλά πάντως όχι όλες, ήταν τυφλές, αφού τα δωμάτια έβλεπαν σε εσωτερικές αυλές, για την προστασία των γυναικών από τα αδιάκριτα βλέμματα. Ο Ξενοφώντας βάζει έναν Αθηναίο να δηλώνει, με αφοπλιστική ειλικρίνεια, ότι περνάει όλον τον καιρό του έξω από το δυσάρεστο φυσικό περιβάλλον του σπιτιού του, «αφού η γυναίκα μου τα καταφέρνει μια χαρά μόνη της στα οικιακά». (Οικονομικός 3).

Από τις πόρτες που περιτριγύριζαν την αυλή, η μια οδηγούσε στην τραπεζαρία, όπου απουσίαζε το κλασικό μεγάλο τραπέζι των νεότερων χρόνων. Έπιπλα της τραπεζαρίας ήταν τα ανάκλιντρα, καναπέδες για να ξαπλώνουν οι άντρες, ενώ μικρά χαμηλά τραπεζάκια σπρώχνονταν μπροστά στον κάθε καναπέ την ώρα του φαγητού. Εδώ ήταν το επισημότερο μέρος του σπιτιού, με το βωμό της θεάς Εστίας, όπου μέρα-νύχτα έκαιγε η ιερή φλόγα της οικογένειας. Οι άνδρες έτρωγαν μόνοι τους, χωριστά από τις γυναίκες, όπως το απαιτούσε η αρχαία συνήθεια.

Άλλες πόρτες οδηγούσαν, είτε στα υπνοδωμάτια των ανδρών, που λέγονταν ανδρωνίτες, είτε στον ανδρώνα, αίθουσα των ανδρικών συμποσίων, είτε στον ξενώνα, το δωμάτιο των ξένων. Το ζευγάρι των νοικοκυραίων πλάγιαζε σε χωριστούς κοιτώνες, ο σύζυγος στον ανδρωνίτη , ενώ η γυναίκα στο καλύτερο δωμάτιο του γυναικωνίτη.

Πιο πίσω από τους ανδρώνες, η πόρτα που βρισκόταν συνήθως απέναντι στην τραπεζαρία άνοιγε σε μια δεύτερη αυλή. Αυτή ήταν η αυλή των γυναικών, ίδια περίπου με την προηγούμενη, αλλά τις περισσότερες φορές φυτεμένη με λουλούδια και πρασινάδες. Μια ακόμα πόρτα οδηγούσε στο μαγειρείο, όπου δούλοι και δούλες δούλευαν ολημερίς, κάτω από τα άγρυπνο μάτι της νοικοκυράς.

Τον περισσότερο καιρό, η ζωή της οικογένειας κυλούσε στην γυναικεία αυλή, που βούιζε συνέχεια, σαν κυψέλη, καθώς γυναίκες και κορίτσια, παιδιά και δούλοι, πηγαινοέρχονταν για τις καθημερινές δουλειές.

Όταν ο νοικοκύρης έλειπε, δηλαδή τις πιο πολλές ώρες, το γυναικείο φύλο κυκλοφορούσε σε όλο το σπίτι. Μόλις όμως χτυπούσε η πόρτα ή ακούγονταν από έξω γνώριμα ανδρικά βήματα, κάθε μη αρσενικό πλάσμα εξαφανιζόταν στον γυναικωνίτη, όχι μόνο από σεβασμό ή φόβο για τον κύριο, αλλά και για να μην έρχεται μαζί του κανένας ξένος και δει γυναίκες στην ανδρική αυλή, πράγμα που στην Αθήνα το θεωρούσαν ολότελα άπρεπο.

Έτσι, κλεισμένη στο εσωτερικό του σπιτιού στο οποίο ξένοι άντρες δεν επιτρεπόταν να μπαίνουν, η Ατθίδα δεν είχε καμιά δυνατότητα να συναντήσει άλλα πρόσωπα εκτός από τους οικείους της. Άλλωστε τα ψώνια γίνονταν στην Αθήνα από τους άνδρες. Στα συμπόσια δεν συμμετείχαν η σύζυγος του αρχηγού του οίκου, η μητέρα του, οι θυγατέρες του ή οι αδελφές του.

Οι γυναίκες των πιο καλών τάξεων μία μόνο ευκαιρία είχαν να συναντήσουν ξένους, σε κάποιες δηλαδή τελετές όπως γιορτές ή κηδείες για τις οποίες κατ’ εξαίρεση έβγαιναν από το σπίτι.

Έτσι η γυναίκα ήταν προορισμένη να φροντίζει το σπίτι και τα παιδιά που γεννούσε. Κλεισμένη στον γυναικωνίτη, της αρχαίας Αθήνας, η θέση της βρισκόταν στην οικογένεια, κάτω από την κυριαρχία του άνδρα, χωρίς συμμετοχή στο δημόσιο βίο και χωρίς δικαιώματα στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς της και τη διεκδίκηση μιας θέσης στην κοινωνία πέρα από τη θέση της μητέρας και της συζύγου. Η μόνη εξουσία που διέθετε, όταν διέθετε, η γυναίκα ήταν η εξουσία πάνω σε άλλες γυναίκες.

Ο άνδρας ως αρχηγός της οικογένειας, είχε κάτω από την απόλυτη εξουσία του , τη σύζυγο του και τα παιδιά του. Τα αγόρια μέχρι την ενηλικίωσή τους και τα κορίτσια μέχρι τον γάμο τους και την αλλαγή του αφέντη. Μοναδικός προορισμός της γυναίκας ήταν η τεκνογονία, για την εξασφάλιση της διαδοχής στην πατρική κυριαρχία. Η γνησιότητα των παιδιών ήταν η βασικότερη οικογενειακή αξία και ο ρόλος της γυναίκας. Γι’ αυτό άλλωστε κλεινόταν στο σπίτι, μακριά από τα μάτια του κόσμου και τους πειρασμούς της σάρκας.

 
 
Γυναικονόμοι
επέβλεπαν την εκτός του οίκου τους ευπρεπή συμπεριφορά των αρχαίων ελληνίδων γυναικών στη δημοκρατική Αθήνα της κλασικής εποχής.
 
 

Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης, ήταν η σκληρή τιμωρία της μοιχείας των γυναικών, καθώς και διάφορα μέτρα που είχαν επινοηθεί για την εξασφάλιση της συζυγικής πίστης π.χ γυναικονόμοι. Φυσικά, οι γυναίκες είχαν την ευθύνη του σπιτιού, που για τις πλούσιες ήταν η επίβλεψη των δούλων. Η εργασία δεν έλειψε ποτέ από την γυναίκα.

Καταληκτικά, περιορισμένη στο σπίτι της, η Αθηναία της ανώτερης ή της μέσης τάξης, περνούσε μία ζωή κενή, χωρίς άλλα ενδιαφέροντα ή χαρές. Δεν είχε ούτε τουλάχιστον την ανταμοιβή του να ξέρει ότι τις σχέσεις της με τον άνδρα της τις χαρακτήριζε κάποια αποκλειστικότητα. Και αυτό όχι μόνο γιατί αρκετά συχνά, ο άνδρας της είχε σχέσεις με ένα άλλο άνδρα, η οποία θεωρούνταν μία αρχαιοελληνική αρκετά διαδεδομένη συνήθεια

Μοιχεία

Ο Πλούταρχος θεωρούσε ότι για να υπάρχει χαλάρωση των εντάσεων στον γάμο θα έπρεπε ο σύζυγος να δείχνει τρυφερότητα στην «καλή» του γυναίκα, τρεις φορές το μήνα. (Σόλων,  20.3). Στην πραγματικότητα όμως, πάρα πολλές σύζυγοι είχαν λιγότερη προσοχή από τους άνδρες τους. Σε αυτό ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό τόσο ο κοινωνικός διαχωρισμός των φύλων στην κλασική Αθήνα, όσο και η έλλειψη ψυχικής επαφής που αφορούσε τις εντός γάμου σχέσεις και μετέτρεπε πολλές φορές τη γενετήσια πράξη σε μία επιβεβλημένη αγγαρεία, στερημένη από κάθε έννοια πνευματικής επαφής μεταξύ των συζύγων.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα αν ο σύζυγος δεν έλειπε σε κάποια εκστρατεία ή δεν απολάμβανε την παρέα των ομοτίμων του σε ομοφυλοφιλικές σχέσεις ή δεν συνουσιαζόταν με πόρνες, το πιθανότερο ήταν πως, αν είχε ήδη αποκτήσει τον απαιτούμενο αριθμό παιδιών, θα κοιμόταν σε διαφορετικά δωμάτια με τη γυναίκα του ή στην αγκαλιά κάποιας δούλης του, ώστε να μην κινδυνεύει να αντιμετωπίσει ως ενδεχόμενο ούτε την έκτρωση ούτε την βρεφοκτονία.

Από τα παραπάνω είναι σαφές, ότι οι περισσότερες Ατθίδες δεν είχαν ικανοποιητικές γενετήσιες εμπειρίες και ίσως αυτό εξηγεί το γιατί παρά τις αυστηρές ποινές που επέσυρε το αδίκημα της μοιχείας υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες από την κλασική περίοδο. Για να είμαστε πιο ακριβείς, η μοιχεία δεν ήταν απλά ένα αδίκημα, αλλά θεωρούνταν δημόσιο έγκλημα. Αυτό καθίσταται σαφές άμα αναλογιστούμε ότι ο στόχος του γάμου μεταξύ γνήσιων Αθηναίων ήταν η γέννηση γνήσιων παιδιών. Σε περίπτωση μοιχείας όμως, θα μπορούσε να γίνει εισαγωγή ενός παιδιού από άλλο αίμα (και πολύ πιθανόν από μη Αθηναίο πατέρα), στον οίκο του συζύγου, συνεπώς και στα μητρώα των Αθηναίων πολιτών.

Με τον όρο «μοιχεία», νοείται η χωρίς εξουσιοδότηση συνουσία ενός άνδρα με οποιαδήποτε γυναίκα βρισκόταν υπό την κυριεία ενός Αθηναίου πολίτη, με εξαίρεση τις Αθηναίες που ασκούσαν το επάγγελμα της πόρνης. Ο κάθε Αθηναίος πολίτης μπορούσε σύμφωνα με τον αθηναϊκό νόμο να συνάπτει ερωτικές σχέσεις «αποκλειστικά» με την γυναίκα του, τις παλλακίδες, τις δούλες του και τις εταίρες χωρίς να θεωρείται ότι παραβιάζεται η συζυγική του πίστη.

Με τον όρο μοιχός χαρακτηρίζεται, τόσο ο άνδρας που αποπλάνησε με την τέχνη της πειθούς την γυναίκα ενός Αθηναίου πολίτη, όσο και αυτός που την βίασε. Ενδεικτικές για την αντίληψη των Αθηναίων σχετικά με τον οίκο και την σύζυγο είναι οι ποινές που επιβάλλονταν στην κάθε περίπτωση, καθώς η ποινή για τον βιασμό ήταν ελαφρότερη από την ποινή για αποπλάνηση. Αυτό συνέβαινε, επειδή θεωρούσαν ότι στην περίπτωση της αποπλάνησης υποδηλώνεται «σχέση με διάρκεια χρόνου, στην οποία ο διαφθορέας κερδίζει το ερωτικό ενδιαφέρον της γυναίκας και έχει πρόσβαση στα περιουσιακά στοιχεία του νοικοκυριού του συζύγου της».

Αν η γυναίκα που συλλαμβανόταν επ’αυτοφώρω σε παράνομη σεξουαλική πράξη ήταν ανύπαντρη, ο αδελφός ή ο πατέρας της είχε το δικαίωμα να την πουλήσει ως δούλη. Το παραπάνω ήταν πολύ σπάνιο είτε γιατί η σοβαρότητα της ποινής λειτουργούσε αποτρεπτικά, είτε γιατί ο πατέρας δεν επιθυμούσε να δημοσιοποιηθεί το σκάνδαλο της οικογενείας του.
 
 
 
  

Αρχαιοελληνικές... μπούρκες.
 
  
 
Κατάσταση της γυναίκας

Κάθε Αθηναίος μπορούσε να έχει, κατά ένα τρόπο, τρεις γυναίκες: τη σύζυγό του (δάμαρ) για να αποκτά από αυτήν νόμιμους γιους, την παλλακίδα του (παλλακή) για την καθημερινή περιποίηση του σώματος, μ’ άλλα λόγια να έχει μαζί της σταθερές σεξουαλικές σχέσεις και τέλος μια εταίρα για πνευματική και σωματική απόλαυση (ηδονής ένεκα).


Παλλακίδα

Αυτή η τριχοτόμηση της προσφοράς των γυναικών στις σχέσεις τους με τους άνδρες, δημιουργούσε βέβαια όχι λίγα προβλήματα, σχετικά κυρίως με την ανάγκη καθορισμού των ορίων του ρόλου της παλλακίδας. Πράγματι, στην καθημερινή πρακτική η σχέση του άνδρα με την παλλακίδα του (που μερικές φορές γινόταν δεκτή και μέσα ακόμη στον συζυγικό οίκο) ήταν κατ’ ουσία ανάλογη με την σχέση συζύγων και υποχρέωνε την παλλακίδα να είναι πιστή ακριβώς σαν να ήταν σύζυγος αυτού που την συντηρούσε.

Πάντως, αντίθετα από ότι συχνά λέγεται, τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι το αθηναϊκό δίκαιο αναγνώριζε την διγαμία, όπως θα μπορούσε να υποστηριχθεί με βάση μια φράση του Διογένη του Λαέρτιου. Γράφει ο Διογένης ο Λαέρτιος, ότι οι Αθηναίοι «λόγω ελλείψεως ανδρών στην πόλη και για να αυξήσουν τον πληθυσμό της εξέδωσαν νόμο σύμφωνα με τον οποίο ένας άνδρας μπορούσε να παντρευτεί μεν μία Ατθίδα, αλλά δικαιούνταν να αποκτήσει νόμιμα παιδιά και από άλλη» (2,2,6).

Η φράση αυτή θεωρήθηκε ως απόδειξη, ότι το αθηναϊκό δίκαιο αποδεχόταν έστω και προσωρινά και έστω και υπό έκτακτες συνθήκες, τη διγαμία. Φαίνεται μάλιστα ότι τρεις γνωστοί Αθηναίοι, ο γιος του Ιππόνικου, ο Σωκράτης (που εκτός από την δύστροπη Ξανθίππη, είχε και μια δεύτερη γυναίκα που την έλεγαν Μυρτώ) και ο Ευριπίδης είχαν παιδιά από δύο γυναίκες. (Αριστοφάνης, «Λυσιστράτη», στίχ. 591-597).

Εξετάζοντας καλύτερα τα πράγματα θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι σήμαινε κάτι τελείως διαφορετικό. Ακριβέστερα σήμαινε, ότι οι Αθηναίοι αναγνώριζαν απλώς στα παιδιά που γεννιούνταν εκτός του γάμου ένα κάποιο status. Με άλλα λόγια ρύθμιζαν νομοθετικά το θεσμό των παλλακίδων και τις τοποθετούσαν, αν όχι πλάι στις νόμιμες συζύγους, πάντως όμως σε ένα επίπεδο όχι ιδιαίτερα διαφορετικό. Δέχτηκαν επίσης την ύπαρξη και ενός είδους ιεραρχίας μεταξύ των δύο σταθερών σχέσεων που ένας άνδρας μπορούσε να έχει με το άλλο φύλο.

Πολλοί Αθηναίοι λοιπόν, είχαν μία παλλακή, χωρίς γι’ αυτό να έχουν διώξει τη νόμιμη γυναίκα τους. Αυτές οι παλλακίδες, μπορούσαν να είναι ή Αθηναίες, ή δούλες, ή ξένες ελεύθερες. Η παλλακίδα, μια εύκολη λεία για τον άνδρα, τον διασκέδαζε, τον υπηρετούσε και του έκανε και παιδιά. Ωστόσο μπορούμε να αμφιβάλλουμε αν τις αναγνώριζε ο νόμος και η κοινή γνώμη σύμφωνα με τις πληροφορίες που δίνουν οι ρήτορες οι οποίοι μιλούν για αυτές. Πάντως αν όχι οι νόμοι, τα ήθη, ήταν πολύ ανεκτικά σε αυτό το θέμα.

 
 
 










Γυναικωνίτης

σε χριστιανικό ναό.
 
Η θέση της γυναίκας δεν βελτιώθηκε τη χριστιανική περίοδο. Αντίθετα, ο χριστιανισμός είχε καλλιεργήσει την αντίληψη, ότι η γυναίκα είναι επιρρεπής στους πειρασμούς του Σατανά (προπατορικό αμάρτημα), η θέση της μέσα στην κοινωνία είναι κατώτερη κι ότι προορίζεται μόνο για την διαιώνιση του είδους. Γι΄αυτό έχει ορισμένες υποχρεώσεις και καθήκοντα. Κι είναι η γυναίκα ο κύριος φταίχτης, όταν οι άνδρες παραστρατίζουν.
 
Οι γυναίκες βρίσκονταν σε πολύ χαμηλή θέση μέσα στη βυζαντινή κοινωνία. Ήταν αμόρφωτες και θρησκόληπτες. Άφαντες —με ελάχιστες εξαιρέσεις— από την επίσημη ιστορία της βυζαντινής περιόδου και τις πηγές, αναφέρονταν μόνο στους βίους αγίων —γραμμένους από άνδρες—, σε κάποιες επιστολές και σε μερικούς ύμνους. Συνέχισαν να ζουν κλειδομανταλωμένες στα σπίτια τους χωρίς να έχουν το ελεύθερο να βγαίνουν έξω. Κι αν οι γυναίκες των λαϊκών τάξεων πήγαιναν στα αμπέλια και στα χωράφια, ο ήλιος ωστόσο δεν τις έβλεπε στο δρόμο, γιατί ξημερώματα ξεκινούσαν για τη δουλειά και νύχτα γύριζαν στο σπίτι.
 
Τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και στην Ανατολή οι γυναίκες ούτε μέσα στο σπίτι συγχρωτίζονταν με άνδρες. Και στις εκκλησίες υπήρχε ο γυναικωνίτης και στα σπίτια μένανε σε χωριστούς οντάδες.
 

 
 

Εταίρα

Αλλά ο κύκλος των σχέσεων αυτών δεν έκλεινε με τις παραπάνω δύο περιπτώσεις. Πέρα από τη σύζυγο και την παλλακίδα ο Αθηναίος μπορούσε να έχει κοντά του και μία τρίτη γυναίκα που, αν και δεν ήταν δεμένη μαζί του με σταθερά οπωσδήποτε δεσμά, δεν ήταν πάντως και μια συνοδός της στιγμής. Οι τρίτες αυτές γυναίκες ήταν οι εταίρες.

Ο θεσμός αυτός, ως αφύσικη μορφή διαφυγής του άνδρα από την θεσμοθετημένη μονογαμία, ήρθε στην Αθήνα από την Ιωνία, ριζώνοντας σ’ αυτήν και σε όλες τις ελληνικές πόλεις. Με τις συζύγους-νοικοκυρές και με τις υπηρέτριες-παλλακίδες, οι άρρενες Αθηναίοι δεν μπορούσαν να καλύψουν το αρμονικό τρίπτυχο φυσική-πνευματική-ψυχική έλξη, που συνθέτει τον τέλειο έρωτα. Δημιούργησαν λοιπόν, ή έστω άφησαν να δημιουργηθούν οι εταίρες. Με χαρά τις είδαν να κυριαρχούν στην πνευματική και την κοινωνική ζωή, ακόμη και να επιβάλλονται σε αυτούς, τους κατά τεκμήριο κυρίους, γιατί έτσι απόκτησαν το είδος που τους έλειπε, χωρίς να αναγκαστούν να προχωρήσουν στην χειραφέτηση των νόμιμων υπηρετριών τους.
Η βασική διάκριση μεταξύ γυναίκας-συζύγου και γυναίκας-εταίρας στην κλασική περίοδο σχηματοποιείται όσο και περιγράφεται από τον υποχρεωτικό ή όχι χαρακτήρα της σχέσης. Τη μεν γυναίκα-σύζυγο υποχρεούται κανείς να έχει ως σύντροφο δια βίου, τη δε γυναίκα-εταίρα περιστασιακά και κατά την, συχνά αυθαίρετη, βούληση του. Πέρα από την ισοβιότητα της γυναίκας-συζύγου, υπήρχε με τις εταίρες η διαφορά ότι, ενώ δεν επιτρεπόταν η διγαμία, η εταιρική συμβίωση μπορούσε να εξελιχθεί σε μορφή ταυτόχρονης συνύπαρξης περισσότερων σχέσεων.

Έτσι για τον λογογράφο Υπερείδη μαρτυρείται ότι διατηρούσε ταυτόχρονα τρεις σχέσεις με επώνυμες εταίρες. Τη γνωστή στην Αθήνα ως πανάκριβη Μυρίννη, την Αρισταγόρα και τη Φίλα. Και σημειώνεται από τον Robert Flaciliere: «τη μεν πρώτη την είχε εγκαταστήσει ο Υπερείδης στο σπίτι του στη Αθήνα, τη δεύτερη στο σπίτι του στον Πειραιά, και την τρίτη στην ιδιοκτησία του της Ελευσίνας. Έπρεπε βέβαια να κερδίζει πολλά χρήματα για να διατηρεί ταυτόχρονα όλες αυτές τις ερωμένες του».

Έτσι, βλέπουμε πολλούς να ερωτεύονται με πάθος και όχι για μια νύχτα. Ο Αριστοτέλης απόκτησε τον γιο του Νικόμαχο από την εταίρα Ερπυλλίδα, που την αγάπησε μέχρι τον θάνατο του. Με εταίρα απόκτησε παιδιά και ο ρήτορας Δημοσθένης. Ο Πλάτωνας ερωτεύτηκε την μικρασιάτισσα εταίρα Αρχεάνασσα, για την οποία συνέθεσε κι ένα ωραίο επίγραμμα.

Ο κυνικός Διογένης, που οι σύγχρονοι του αρσενικοί τον έτρεμαν για το τρομερό πνεύμα του και την γλώσσα του, θα γελοιοποιηθεί από την Κορίνθια Λαϊδα, που την ικέτευε για έρωτα κι εκείνη, μια ασέληνη νύχτα, του έστειλε στην θέση της την πιο άσχημη σκλάβα της. Όλη η Αθήνα διασκέδασε με το πάθημα του κακεντρεχή φιλόσοφου.

Η Φρύνη, ψευδώνυμο της Μνησαρέτης, από τις Θεσπιές της Βοιωτίας, είναι η πιο διάσημη από τις εταίρες του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Η πιο διάσημη, η πιο ωραία, αλλά και η πιο επικίνδυνη, αφού ο σατιρικός ποιητής Αναξίλας την παρομοιάζει με Χάρυβδη, που καταπίνει τον πλοιοκτήτη μαζί με ολόκληρο το καράβι του. Οι σπουδαιότεροι Αθηναίοι υπήρξαν εραστές της και προσωπικοί φίλοι της, συχνάζοντας στο μέγαρο της και συζητώντας μαζί της φιλοσοφικά ή καλλιτεχνικά ζητήματα σαν ίσοι προς ίσους. Πόζαρε στον Πραξιτέλη για ένα από τα περίφημα γλυπτά του, την Αφροδίτη της Κνίδου, πρόσφερε στον Απελλή την έμπνευση για την Αναδυομένη Αφροδίτη, όταν, στην γιορτή του Ποσειδώνα, πέταξε όλα της τα ρούχα και προχώρησε γυμνή στη θάλασσα, αφήνοντας άφωνα τα πλήθη των πιστών.

Επίσης, αποθανάτισε με την πολύκροτη δίκη της τον ρήτορα Υπερείδη, που είχε τη φαεινή ιδέα, για να τη σώσει από την βέβαιη καταδίκη, να απελευθερώσει ξαφνικά την ακαταμάχητη ακτινοβολία του στήθους της μπροστά στους άρρενες δικαστές. Πάμπλουτη από τα δώρα των εραστών της και παραζαλισμένη από τις κολακείες των μεγάλων, η Φρύνη ξεπέρασε κάποια στιγμή τα όρια της ματαιοδοξίας, όταν προθυμοποιήθηκε να χρηματοδοτήσει την ανέγερση των τειχών της Θήβας, με τον όρο πως οι Θηβαίοι θα τους εντοίχιζαν την επιγραφή: «γκρεμίστηκαν από τον Αλέξανδρο, ξαναχτίστηκαν από την εταίρα Φρύνη». Οι Θηβαίοι, τελικά, δεν δέχτηκαν, αλλά η ματαιοδοξία της εταίρας ικανοποιήθηκε με άλλο τρόπο, αφού οι συμπατριώτες της Θεσπιείς έστησαν στους Δελφούς ένα χρυσό άγαλμά της, έργο του Πραξιτέλη, ανάμεσα στα αγάλματα των δύο βασιλιάδων, του Μακεδόνα Φίλιππου και του Σπαρτιάτη Αρχίδαμου και κανείς δε βρήκε σε αυτό τίποτα το αφύσικο εκτός από τον κυνικό φιλόσοφο Κράτη, που σχολίασε: «αυτό είναι ένα μνημείο του αίσχους της Ελλάδας».

Παρά το γεγονός ότι οι εταίρες έμεναν στο περιθώριο της οικογενειακής ζωής, και κατά ένα τρόπο έξω από την κοινωνική ιεραρχία, αν σκεφτούμε ότι η νόμιμη σύζυγος δεν είχε άλλες κοινωνικές αρμοδιότητες, εκτός από το ιερό καθήκον να εξασφαλίσει γνήσιους απογόνους στον άνδρα, οι εταίρες απολάμβαναν πολύ περισσότερα προνόμια.

Αυτή λοιπόν ήταν η εταίρα, η τρίτη γυναίκα του Αθηναίου, με την οποία είχε σχέσεις που αν και δεν ήταν αποκλειστικές, δεν ήταν και τελείως συμπτωματικές. Η εταίρα ήταν μια σύντροφος από την οποία οι άνδρες ζητούσαν (επί πληρωμή βέβαια) την εύνοιά της (σωματική και πνευματική). Πρόκειται για σχέση τελείως διαφορετική από αυτήν που είχε κάποιος με την γυναίκα του ή με μία πόρνη.

 
 

Κορίτσι με λευκό μαντήλι, έργο του Νικόλαου Γύζη.   
 
Ακόμα έως και πριν μερικές δεκαετίες οι γυναίκες στη χώρα μας
δεν έβγαιναν έξω από το σπίτι χωρίς καλυμμένο το κεφάλι με μαντήλι.


 
 
 

Επίλογος

Ύστερα από αυτά δε θα ήταν υπερβολή να συμπεράνουμε ότι, στην αρχαία Αθήνα, ο μόνος τρόπος για να διακριθεί μια γυναίκα από τους άνδρες ήταν να ασκήσει το επάγγελμα της εταίρας. Διαφορετικά ζούσε και πέθαινε απαρατήρητη, στον γυναικωνίτη, χωρίς ν’ αφήσει πίσω της κανένα άλλο ίχνος εκτός από τα παιδιά της.


Δεκάζος Γεώργιος


Σημείωση:
Το παραπάνω άρθρο αποτελείται από αποσπάσματα
από τη διπλωματική εργασία του κ. Γ. Δεκάζου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
με τίτλο: «Όψεις της γυναίκας στην αρχαία Ελλάδα: Αθήνα, Σπάρτη, Γόρτυνα».

Ολόκληρη η εργασία είναι αναρτημένη στην ψηφιακή βιβλιοθήκη
«Πάνδημος»
(pandemos.panteion.gr).



via 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου