expr:class='"loading" + data:blog.mobileClass'>

nasdaq

Search in navarinoinvestment

auto slider

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

Το γιοφύρι της Άρτας-το δημοτικό ποιήμα και ο ''θρύλος'' του

Βιβλικές εικόνες στην Αρτα - Φωτογραφίες αποκάλυψης από το Γεφύρι της Αρτας [photos]

Το γεφύρι της Άρτας είναι γέφυρα του ποταμού Άραχθου. Η γέφυρα αυτή, κατά το χρονογράφο της Ηπείρου, είναι κτίσμα των προ Χριστού Ρωμαϊκών χρόνων. Σύμφωνα όμως με μερικές παραδόσεις, κτίσθηκε όταν η Άρτα έγινε πρωτεύουσα πόλη στο Δεσποτάτο της Ηπείρου. Χρονολογίες οικοδόμησης 1602 ή 1606.

Ιστορία του θρύλου
Η ιστορική έρευνα διατυπώνει ότι ο θρύλος αυτός έκρυβε πολλά χρόνια μια ιστορική αλήθεια για την περιοχή της Άρτας και γενικότερα της Ηπείρου. Όταν χρειάστηκε να περάσει από την περιοχή μεγάλη δύναμη τουρκικού στρατού, οι Τούρκοι ζήτησαν από τους κατοίκους βοήθεια. Πολλοί μάστορες και τεχνίτες προστρέξανε για να βοηθήσουν. Όταν όμως έμαθαν το λόγο που έπρεπε να κατασκευαστεί, πήγαιναν τη νύχτα και γκρέμιζαν ό,τι την προηγούμενη μέρα οι ίδιοι είχαν φτιάξει.
Οι Τούρκοι ζήτησαν να μάθουν γιατί αργεί τόσο πολύ το έργο και εκείνοι απάντησαν ότι τελικά το μέρος είναι στοιχειωμένο. Ο Τούρκος διοικητής λοιπόν διέταξε τη σύλληψη του Πρωτομάστορα και της γυναίκας του και τη θανάτωσή τους. Τότε όλοι φοβήθηκαν και ολοκλήρωσαν το γεφύρι. Το τούρκικο ασκέρι συνόδευαν οι κατάρες των Ελλήνων. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον Τουρκικό ζυγό, οι κατάρες έγιναν ευχές για τον ελληνικό στρατό.
Κατά το δημοτικό τραγούδι που ανήκει στα άσματα του ακριτικού κύκλου, 1300 κτίστες, 60 μαθητές, 45 μάστοροι (μηχανικοί) υπό τον Αρχιμάστορα προσπαθούσαν να κτίσουν τη γέφυρα της οποίας τα θεμέλια κάθε πρωί ήταν καταστραμμένα. Μέχρι που πτηνό με ανθρώπινη φωνή γνωστοποίησε πως για να στεριώσει η γέφυρα απαιτείται η ανθρωποθυσία της συζύγου του Πρωτομάστορα. Το οποίο και έγινε με κατάρες που καταλήγουν σε ευχές.


Το δημοτικό ποίημα: Της Άρτας το Γιοφύρι

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
γιοφύρι-ν-εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.
Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες:
«Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,
ολημερίς να χτίζουμε, το βράδυ να γκρεμιέται!»
Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στο ποτάμι,
δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σα χελιδόνι,
παρά εκελάηδε κι έλεγε, ανθρωπινή λαλίτσα:
«Α δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
πόρχεται αργά τ αποταχύ και πάρωρα το γιόμα».
Τ’ άκουσ’ ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.
Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί το αηδόνι:
Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα
αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι.
Και το πουλί παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε:
«Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,
γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι».
Να τηνε κι εξανάφανεν από την άσπρη στράτα.
Την είδ’ ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.
Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει:
«Γειά σας, χαρά σας, μάστοροι κι εσείς οι μαθητάδες,
μα τι έχει ο πρωτομάστορας κι είναι βαργωμισμένος;
- Το δαχτυλίδι τόπεσε στην πρώτη την καμάρα,
και ποιος να μπει και ποιος να βγει το δαχτυλίδι νά βρει;
- Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πά’ σ’ το φέρω,
Εγώ να μπω, κι εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά βρω».
Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση επήγε
«Τράβα, καλέ μ’, τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα,
τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ήβρα».
«Ένας πιχάει με το μυστρί, κι άλλος με τον ασβέστη,
παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.
«Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα το ριζικό μας!
Τρεις αδερφάδες είμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες,
η μια “χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη,
κι εγώ η πλιο στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι.
Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι,
κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες.
-Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
πόχεις μονάκριβο αδερφό, μη λάχει και περάσει».
Κι αυτή το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει.
«Αν τρέμουν τ’ άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,
κι αν πέφτουν τ’ άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,
τι έχω αδερφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει».

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου