Εἰσαγωγὴ
Ο ὀρεινὸς ὄγκος τοῦ Ταϋγέτου δεσπόζει στὴν νότια Πελοπόννησο ὡς τὸ φυσικὸ σύνορο τῆς λακωνικῆς καὶ τῆς μεσσηνιακῆς πεδιάδας. Τò κεντρικό του τμῆμα, ὁ λεγόμενος καὶ κεντρικὸς Ταΰγετος, ὡς τὸ πλέον εὔφορο καὶ προσβάσιμο τμῆμα τῆς ὀροσειρᾶς, ταυτίστηκε μὲ τὴν διαφιλονικούμενη ἐπικράτεια τῆς Δενθελιάτιδος, περιοχῆς εὐρέως γνωστῆς μεταξὺ ἄλλων καὶ γιὰ τὸν περίφημο Δένθι οἶνο της, ἡ ὁποία ἐκτεινόταν ἀπὸ τὶς νότιες παρυφὲς τῆς κοιλάδας τοῦ ἀρκαδικοῦ Ξερίλα ὣς τὸ φαράγγι τῆς Λαγκάδας καὶ τὶς κοιλάδες τοῦ ἄνω ροῦ τοῦ ποταμοῦ Νέδοντος στὸν βόρειο Ταΰγετο, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὶς δυτικὲς πλαγιὲς τοῦ κεντρικοῦ Ταϋγέτου, ὣς τὸ φαράγγι τῆς Κοσκάρακας (εἰκ. 1).
Σποραδικὰ εὑρήματα ἀπὸ τὴν θέση Βόλιμνος, βορείως τοῦ φαραγγιοῦ τῆς Λαγκάδας, ἐπιβεβαιώνουν τὴν ἀνθρώπινη παρουσία στὸ βουνὸ ἤδη ἀπὸ τὸν -10ο αἰώνα, καὶ ἐνδεχομένως νωρίτερα. Στὴν ἴδια θέση τοποθετεῖται ἀπὸ τοὺς ἐρευνητὲς τὸ περίφημο ἱερὸ τῆς Ἀρτέμιδος Λιμνάτιδος, ἐνῶ σημαντικὰ εἶναι τὰ εὑρήματα ἀπὸ τὴν Μονὴ Δημιόβης, πλησίον τοῦ οἰκισμοῦ τοῦ Ἐλαιοχωρίου (πρώην Γιάνιτσα), ὅπου ἐντοπίστηκε σπήλαιο– ἱερὸ τῶν κλασικῶν χρόνων ἀφιερωμένο σὲ γυναικεία θεότητα, καθὼς καὶ τὸ φαράγγι τοῦ Νέδοντος, ὅπου ἐντοπίζονται τμήματα ἀρχαίου δρόμου καὶ ἀρχαῖες ἐπιγραφὲς χαραγμένες στὸν φυσικὸ βράχο.
Ἡ Δενθελιάτις διεκδικήθηκε μὲ ἐπιμονὴ ἀπὸ Μεσσηνίους καὶ Λακεδαιμονίους γιὰ περισσότερα ἀπὸ χίλια χρόνια, καθὼς ἀποτέλεσε τὴν φυσικὴ εἴσοδο ἀπὸ τὴν Λακωνία στὴν Μεσσηνία καὶ τòν δυτικὸ κρίκο μίας σειρᾶς θέσεων-κλειδιῶν εἰσόδου-ἐξόδου ἀπὸ τὴν Λακωνία πρὸς τὶς ὅμορες περιοχὲς τῆς Αἰγύτιδος, τῆς Βελμινάτιδος, τῆς Σκιρίτιδος, τῆς Καρυάτιδος καὶ τῆς Θυρεάτιδος, μὲ ζωτικὴ σημασία γιὰ τὴν πολιτικὴ καὶ οἰκονομικὴ συνοχὴ τοῦ σπαρτιατικοῦ κράτους, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐξασφάλιση τῆς στρατηγικῆς ὑπεροχῆς του στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς νότιας Πελοποννήσου.
Ὡς ἀφορμὴ τῆς ἔναρξης τῆς διαμάχης γιὰ τὴν κατοχὴ τῆς περιοχῆς ἀναφέρεται ὁ φόνος τοῦ Σπαρτιάτη βασιλιᾶ Τηλέκλου ἀπὸ Μεσσηνίους στὸ ἱερὸ τῆς Ἀρτέμιδος Λιμνάτιδος.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀποτέλεσε κατὰ μεταγενέστερους συγγραφεῖς, τὴν ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἔναρξη τοῦ Α΄ Μεσσηνιακοῦ πολέμου καὶ τὴν διαδοχικὴ κατάκτηση τῆς μεσσηνιακῆς ἐπικράτειας, ποὺ ὁλοκληρώθηκε μὲ τὴν ἥττα τῶν Μεσσηνίων καὶ τὴν κατάληψη τοῦ ὀχυροῦ τῆς Εἴρας. Ἀργότερα, μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Μεσσηνίας καὶ τὴν ἵδρυση τῆς Μεσσήνης τò -369, ἡ Δενθελιάτις καὶ τò ἱερò τῆς Λιμνάτιδος βρέθηκαν στò ἐπίκεντρο μίας σκληρῆς διπλωματικῆς καὶ στρατιωτικῆς διαμάχης μεταξὺ τῶν δύο γειτονικῶν κρατῶν.
Τὸ -338, μετὰ τὴν νίκη τῶν Μακεδόνων στὴν Χαιρώνεια, ὁ Φίλιππος Β΄ προσφέρει τὴν περιοχὴ στοὺς Μεσσηνίους. Περὶ τὸ -270 ἡ Δενθελιάτις φαίνεται ὅτι ἐπανέρχεται στὴν κυριαρχία τῆς Σπάρτης, ἐνῶ τὸ -222, μετὰ τὴν μάχη τῆς Σελλασίας, ὁ Ἀντίγονος Δώσων, συνεπὴς ὡς πρὸς τὴν πολιτικὴ ἀποδυνάμωσης τῶν Λακεδαιμονίων, ἀποσπᾶ τὴν Δενθελιάτιδα ἀπὸ τὴν λακωνικὴ ἐπικράτεια καὶ τὴν ἐπαναφέρει στὴν Μεσσηνία.
Ὡστόσο οἱ Λακεδαιμόνιοι φαίνεται ὅτι ἀνέκτησαν τὸν ἔλεγχό της, καθὼς λίγα χρόνια μετά, περὶ τὸ -146, ἡ Δενθελιάτις ἀποδίδεται ἐπισήμως καὶ πάλι στοὺς Μεσσηνίους:
ἡ ἐπιγραφὴ τοῦ βάθρου τῆς Νίκης τοῦ Παιωνίου καταγράφει τὴν δικαστικὴ διαμάχη τῶν δύο γειτόνων γιὰ τὴν κατοχή της καὶ τὴν τελικὴ κρίση ἑξακοσίων Μιλησίων δικαστῶν, κατόπιν παραπομπῆς τοῦ θέματος σὲ διαιτησία ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ρωμαϊκὴ σύγκλητο.
Τὸ -44 ὁ Ὀκταβιανὸς Αὔγουστος καὶ ὁ Μάρκος Ἀντώνιος, διάδοχοι τοῦ δολοφονηθέντος Ἰουλίου Καίσαρος, τὴν προσφέρουν στὴν Σπάρτη, ἐνῶ τὸ +25, μετὰ ἀπὸ σχετικὴ ἀπόφαση τῆς ρωμαϊκῆς συγκλήτου καὶ τοῦ αὐτοκράτορος Τιβερίου, στοὺς ὁποίους εἶχαν προσφύγει τὰ δύο μέρη ζητώντας διαιτησία, ἐπανέρχεται στὴν μεσσηνιακὴ ἐπικράτεια. Στὰ χρόνια τῆς αὐτοκρατορίας τοῦ Βεσπασιανοῦ ἐπικυρώθηκε ἡ παραχώρηση τῆς Δενθελιάτιδος (Ager Denthaliatis) στοὺς Μεσσηνίους καὶ ὁ καθορισμὸς τῆς συνοριακῆς γραμμῆς Μεσσηνίων - Λακεδαιμονίων καὶ Ἐλευθερολακώνων, μὲ νότιο ὅριο τὴν κορυφογραμμὴ τοῦ βουνοῦ καὶ τὴν Χοίρειο Νάπη.
Ἱστορία τῆς ἔρευνας

α. Ὅ. ρος Λακεδαίμονι πρὸς Μεσσήνην
β. [Ὅρ]ος [Λακ]εδ.αίμονι πρὸ[ς Μεσ]σήν[ην]
Τὸ 1894, ὁ Ernst Pernice ἐντοπίζει στὸ ὕψωμα τῆς «Γραμμένης Πέτρας», στὰ ἀνατολικὰ τῆς Σίτσοβας (σημ. Ἀλαγονία) καὶ νοτίως τοῦ «Μαλεβοῦ», σὲ ὑψόμετρο 1.606 μ., δύο θραύσματα ὁροσήμου μὲ τὴν ἐπιγραφή :
Ὅρ]ος Λακεδα[ί- μονι] πρὸ[ς Μεσσ]ήνη[ν
Ὁ ἐρευνητὴς ταύτισε τὸ εὕρημά του μὲ τὸ ὁρόσημο ποὺ εἶχε ἐντοπίσει ὁ Ross «στοῦ Γώλου». Στὸ ἴδιο ἄρθρο του παραθέτει τὴν πληροφορία ὅτι κάποιος «ἐντομολόγος Padewieth - Dobiasch», κινούμενος νοτίως τῆς περιοχῆς τῆς «Γραμμένης Πέτρας» μὲ κατεύθυνση τὸ φαράγγι τῆς Λαγκάδας, ἐντόπισε ἕνα νέο – τέταρτο (;) – ὁρόσημο· ἡ θέση του ἐπίσης καταγράφεται μὲ τὸ χαρακτηριστικὸ τοπωνύμιο «Γραμμένη Πέτρα» καὶ σαφῶς διακρίνεται ἀπὸ τὴν προηγούμενη.
To 1896 ὁ ἀνασκαφέας τῆς ἀρχαίας Μεσσήνης Θεμιστοκλῆς Σοφούλης φέρνει στὸ φῶς μία ἀποσπασματικὰ σωζόμενη ἐνεπίγραφη στήλη, στὴν ὁποία περιγράφεται μὲ κάθε λεπτομέρεια ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς συνοριακῆς γραμμῆς Μεσσηνίας - Λακωνίας ἀπὸ τὸν ἀπελεύθερο χωρομέτρη Τίτο Φλάβιο Μονομίτο, κατόπιν ἐντολῆς τῶν Duoviri, τῶν Ρωμαίων διοικητῶν τῆς ἐπαρχίας τῆς Ἀχαΐας (Provincia Achaiae), τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορος Βεσπασιανοῦ (εἰκ. 2).
Ἡ στήλη χρονολογήθηκε τὸ +78 καὶ συνδέθηκε μὲ τὴν προγενέστερη ἀπόφαση τῆς ρωμαϊκῆς συγκλήτου, ἐπὶ αὐτοκράτορος Τιβερίου, ἡ ὁποία ἐπιδίκαζε τὴν Δενθελιάτιδα στοὺς Μεσσηνίους. Ἡ ἐπιγραφή της περιγράφει μὲ θαυμαστὴ ἀκρίβεια τὴν συνοριακὴ γραμμή, ὅπως αὐτὴ ὁριοθετήθηκε μὲ τὴν χάραξη ὁροσήμων σὲ ριζιμιοὺς βράχους ἐπὶ τῆς κορυφογραμμῆς τοῦ Ταϋγέτου. Οἱ βράχοι-ὁρόσημα ἔφεραν ἐγχάρακτες ἐπιγραφὲς μὲ τὴν συντομογραφία τῆς ἑλληνικῆς λέξης ΟΡΟΣ – τὸ γράμμα Ρ ἐγγεγραμμένο σὲ Ο – ἐνίοτε πλαισιωμένα ἀπὸ τὸ γράμμα Μ (Μεσσηνία) καὶ Λ (Λακεδαίμονα) ἢ συντομογραφίες αὐτῶν. Τὸ κείμενο μεταξὺ ἄλλων περιέχει ἀκριβεῖς τοπογραφικὲς πληροφορίες γιὰ τὶς θέσεις τῶν ὁροσήμων σὲ σχέση μὲ κρῆνες, ρυάκια, φαράγγια, μικροτοπωνύμια, ἀλλὰ καὶ ἱερὰ τῆς περιοχῆς, μὲ τὶς ἐνδιάμεσες ἀποστάσεις τους, μετρούμενες σὲ ρωμαϊκοὺς πόδες.
Σημεῖα ἀναφορᾶς γιὰ τὸ νότιο πέρας τῆς γραμμῆς ὑπῆρξαν ἕνα ἱερὸ τῆς Ἀρτέμιδος Λιμνά-
τιδος καὶ ὁ «Χοίρειος χείμαρρος», τὸ φυσικὸ σύνορο ἀνάμεσα σὲ τρεῖς ἐπικράτειες: τὴν
Μεσσηνία, τὴν Λακωνία καὶ τὸ Κοινὸ τῶν Ἐλευθερολακώνων.
Ἡ ἐπιγραφὴ δημοσιεύτηκε ἀπὸ τὸν Walter Kolbe, ὁ ὁποῖος λαμβάνοντας ὑπ’ ὄψιν τὰ εὑρήματα τοῦ Ludwig Ross καὶ τοῦ Ernst Pernice, δρασκέλισε τὸν ὀρεινὸ ὄγκο τοῦ Παξιμαδίου, ἀμέσως νοτίως τοῦ φαραγγιοῦ τῆς Λαγκάδας, κινούμενος ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς Μεσσηνίας καὶ τὸ ρέμα τῆς Κερασιᾶς πρὸς ἀναζήτηση τῶν ὁροσήμων τῆς ἐπιγραφῆς τῆς Μεσσήνης. Ἐκεῖ, προφανῶς μὲ τὴν βοήθεια ντόπιων βοσκῶν, ἐντόπισε τρία νέα ὁρόσημα τὰ ὁποῖα καὶ δημοσίευσε, δίχως φωτογραφίες ἢ περαιτέρω πληροφορίες γιὰ τὴν ἀκριβή τους θέση:
α. Μ Ὅρο(ς) Μ(εσσήνῃ καὶ) Λ(ακεδαίμονι) ℗ Λ
β. ℗ Ὅρο(ς)
γ. ΟΡΟΣ Ὅρος ΛΑΚ ΠΡ ΜΕΣ Λακ(εδαίμονι) πρ(ὸς) Μεσ(σήνην)
Τὸ 1934 καὶ τὸ 1952 ὁ Μεσσήνιος φιλόλογος Νικόλαος Γιαννουκόπουλος ἀνεβαίνει στὸ Παξιμάδι ἀπὸ τὴν Μεσσηνία, καὶ μὲ τὴν σειρά του ἐντοπίζει ἕξι ὁρόσημα στὶς θέσεις «Βοϊδολακκούλα», «Διάσελλον Κουφοβουνίων - Παξιμαδίου ἢ Διασέλλα», «Βαρδίτσα», «Τσούγκα», «Γούπατα» καί «Νεραϊδοβούνα ἢ Νεραϊδοβούνι ἢ Νεραϊδόβραχος», ἐκ τῶν
ὁποίων τò τελευταῖο διπλό:
α. Μ Ὅρ(ος) Μ(εσσήνῃ καὶ) Λ(ακεδαίμονι) ℗ Λ
β. Λ Ο Μ Λ. (ακεδαίμονι) ὅ(ρος καὶ) Μ. (εσσήνῃ)
γ. ℗ M [Λ(ακεδαίμονι)] ὅρ(ος καὶ) Μ(εσσήνῃ)
δ. ΟΡΟΣ Ὅρος ΛΑΚ ΠΡ ΜΕΣ Λακ(εδαίμονι) πρ(ὸς) Μεσ(σήνην)
ε. ℗ Μ(εσσήνῃ) ὅρ(ος καὶ) Λ(ακεδαίμονι)
στ(α). ℗ ὅρ(ος)
στ(β). Λ ℗ Μ Λ(ακεδαίμονι) ὅρ(ος καὶ) Μ(εσσήνῃ)
Ἡ ἔρευνα τοῦ Γιαννουκόπουλου δὲν συνεχίστηκε, παρὰ τὶς προθέσεις τοῦ ἐρευνητῆ.
Ἀκολούθησαν οἱ ἔρευνες τοῦ Γ. Α. Πίκουλα στὴν περιοχή, ὁ ὁποῖος ἐκτòς τῶν ἄλλων, ἐπιχείρησε κατάβαση ἀπὸ τὸ ὕψωμα τῆς Κόζας, νοτίως τῆς Νεραϊδοβούνας, διασχίζοντας στὴν συνέχεια τὸ φαράγγι τῆς Κοσκάρακας, μὲ σκοπὸ νὰ διαπιστώσει τὴν συνέχεια τῆς ὁροθετικῆς γραμμῆς.
Ἡ νεότερη ἔρευνα ἐπὶ τῆς κορυφογραμμῆς (2009-2011)
Ἡ ἔρευνα τῶν ἐτῶν 2009-2011 ἐπιχείρησε νὰ καλύψει τὴν συνολικὴ ἔκταση ποὺ ταυτίζεται μὲ τὴν ἀρχαία Δενθελιάτιδα, ἐκκινώντας ἀπὸ τόν «Μαλεβὸ» στὸν Βορρά, ὅπου τὰ σημερινὰ σύνορα τῶν περιφερειακῶν ἑνοτήτων Ἀρκαδίας, Μεσσηνίας καὶ Λακωνίας, ὣς τὶς ἀπαρχὲς τοῦ φαραγγιοῦ τῆς Κοσκάρακας στὴν μεσσηνιακὴ Μάνη. Ἐκεῖ, κατὰ μῆκος τῆς κορυφογραμμῆς καὶ σὲ ὑψόμετρο ποὺ κυμαίνεται ἀπò 1.596 ἕως 1.612 μ., εἶχε ἐντοπισθεῖ τὸ βορειότερο τῶν ὁροσήμων ἀπὸ τὸν Ludwig Ross. Τὴν δεκαετία τοῦ 1980 ἀνακαλύφθηκαν ἀπὸ τὸν Γιάννη Πίκουλα ἁρματοτροχιὲς ποὺ ἀνήκουν στὴν ἁμαξήλατη ὁδὸ ἡ ὁποία διέσχιζε τὴν κορυφογραμμὴ τοῦ Ταϋγέτου. Μολονότι τὸ 2011 οἱ ἁρματοτροχιὲς ἐντοπίστηκαν ἐκ νέου, δὲν ὑπῆρξαν ἄλλα εὑρήματα ποὺ νὰ συνδέονται μὲ τὴν χάραξη τῆς ἀρχαίας ὁροθετικῆς γραμμῆς (εἰκ. 3).
![]() |
Εικ. 3: Ἡ κορυφογραμμὴ τοῦ Μαλεβοῦ καὶ ἴχνη ἀπὸ ἁρματροχιές |
Ἡ ἔρευνα συνεχίστηκε πρὸς Νότο, βορειοανατολικῶς τῆς Ἀλαγονίας, στò τμῆμα τῆς
κορυφογραμμῆς ποὺ εἶναι σήμερα γνωστὴ ὡς «Γραμμένη Πέτρα», καὶ σὲ ὑψόμετρο ποὺ
κυμαίνεται ἀπò 1.621 ἕως 1.713 μ.40, σὲ ἀναζήτηση τοῦ θραυσμένου ὁροσήμου τοῦ Ernst
Pernice, τὸ ὁποῖο ὡστόσο δὲν ἐντοπίστηκε. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἕτερη θέση μὲ τὸ ὄνομα «Γραμμένη Πέτρα», ποὺ ἀναφέρει ὁ Ernst Pernice ὡς θέση ὁροσήμου, ἀνάμεσα στό «Χάνι τοῦ Κανέλλου» καὶ τὸ φαράγγι τῆς Λαγκάδας, δὲν κατέστη δυνατὸν νὰ ἐντοπισθεῖ.
Ἀκολούθως ἐρευνήθηκε τὸ ὕψωμα τοῦ Ἁγίου Ἐλισαίου, ἀνατολικῶς τῆς Ἀλαγονίας (ὑψ. 1.420 μ.), τὸ ὁποῖο μπορεῖ πιθανῶς νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὴν ἀναφερόμενη θέση «Γῶλος / τοῦ Γώλου», ὅπου βρέθηκε τὸ πρῶτο ὁρόσημο ἀπὸ τοὺς Περικλὴ Ζωγράφο καὶ Ludwig Ross, χωρὶς ἀποτέλεσμα.
Νοτίως τοῦ φαραγγιοῦ τῆς Λαγκάδας, ποὺ τέμνει κάθετα τὸν Ταΰγετο, καὶ νοτιοανα νατολικῶς τοῦ ρέματος τῆς Κερασιᾶς, στὸ διάσελο Κουφοβουνίου-Παξιμαδίου, στὴν θέση «Βοϊδολακκούλα» καὶ σὲ ὑψόμετρο 1.732 μ., ἐντοπίσθηκε ἀρχαῖο ὁρόσημο. Ἡ ἐπιγραφή
του ἔχει χαραχθεῖ σὲ εὐρυμέτωπο ριζιμιὸ βράχο ἀπὸ σκληρό, φαιόχρωμο ἀσβεστόλιθο Ταϋγέτου, διαστ. 1.90×1.17×0.77 μ., προσανατολισμένο στὸν ἄξονα ΒΔ.-ΝΑ.:
Μ Μ(εσσήνῃ) ℗ ὅρ(ος καὶ) Λ Λ(ακεδαίμονι)
Ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ γράμμα Ρ, ὕψ. 0.27 μ., ἐγγεγραμμένο σὲ Ο, διαμ. 0.44 μ.· στὰ ἀνατολικά (δεξιὰ τοῦ θεατῆ) ἀπαντᾶται τὸ γράμμα Λ, ὕψ. 0.22 μ., δηλωτικὸ τῆς λακωνικῆς ἐπικράτειας, ἐνῶ στὰ δυτικὰ τῆς συντομογραφίας καὶ ἀριστερὰ ὡς πρὸς τὸν θεατή, ἕνα σχεδὸν ἀκέραιο Μ, ὕψ. 0.19 μ., δηλώνει τὴν κατεύθυνση πρòς Μεσσηνία (εἰκ. 5α).
Σὲ ἀπόσταση 200 περίπου μέτρα ΝΑ. τοῦ ὅρου τῆς Βοϊδολακκούλας καὶ σὲ ὑψόμετρο 1.741 μ., στὸ διάσελο Κουφοβουνίου-Παξιμαδίου, ἐντοπίζεται ἕνα ἀκόμη ὁρόσημο, ἐπίσης χαραγμένο στὸ δυτικὸ μέτωπο ριζιμιοῦ βράχου, διαστ. 14.30×2 μ., μὲ τὴν ἐπιγραφή:
Λ ℗ Μ Λ. (ακεδαίμονι) ὅρ(ος καὶ) Μ. (εσσήνῃ)
Ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ γράμμα Ρ, ὕψ. 0.25 μ., ἐγγεγραμμένο σὲ ἕνα Ο, διαμ. 0.41 μ. Καὶ τὰ δύο ἔχουν ὁμολογουμένως ὑποστεῖ μεγάλη φθορὰ καὶ διακρίνονται μετὰ δυσκολίας, ὑπὸ τὴν προϋπόθεση μάλιστα κατάλληλης φωτοσκίασης. Στὰ ἀριστερὰ τῆς συντομογραφίας διασώζεται ἡ ἀριστερὴ κεραία, ὕψ. 0.16 μ., τοῦ γράμματος Λ, ἐνῶ στὰ δεξιὰ μόλις ποὺ διακρίνεται ἕνα ἐξίτηλο Μ (εἰκ. 5β).
Σὲ ἀπόσταση περίπου 410 μ. ΝΔ. τοῦ δεύτερου ὅρου καὶ σὲ ὑψ. 1.828 μ., στὴν θέση «Βαρδίτσα», ἐντοπίστηκε ἕνα ἐπιπλέον ἀρχαῖο ὁρόσημο, χαραγμένο σὲ ριζιμιὸ βράχο,
διαστ. 1,55×1,10×0,60 μ. καὶ προσανατολισμένο στὸν ἄξονα Β.-Ν., μὲ τὴν ἐπιγραφή: ℗ ὅρ(ος)
Πρόκειται γιὰ τὴν γνωστὴ συντομογραφία τῆς λέξης ὅρος, ἀποτελούμενη ἀπὸ τὸ γράμμα Ο, διαμ. 0.39 μ., ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἔχει χαραχθεῖ τὸ γράμμα Ρ, ὕψ. μόλις 0.23 μ. (εἰκ. 6α).Ἐπὶ τῆς κορυφογραμμῆς καὶ σὲ ἀπόσταση 1.500 μ. ΝΑ. τοῦ προηγούμενου ὅρου, ἐντοπίστηκε ἕνας ἀκόμη ὅρος στò ὕψωμα «Γούπατα», σὲ ὑψ. 2.029 μ.46 Πρόκειται καὶ πάλι γιὰ ριζιμιὸ βράχο, προσανατολισμένο στὸν ἄξονα Α.-Δ., στὸ μέτωπο τοῦ ὁποίου ἔχει χαραχθεῖ ἡ ἐπιγραφή:
℗ [Μ(εσσήνῃ)] ὅρ(ος καὶ) Λ(ακεδαίμονι)
Ἀποτελεῖται ἀπὸ τὸ γράμμα Ρ, ὕψ. 0.21 μ., ἐγγεγραμμένο σὲ Ο διαμ. 0.36 μ. Στὰ δεξιά του ἕνα Λ, ὕψ. 0.13 μ., κάθετο στὸν ἄξονα τῆς κεραίας τοῦ Ρ, δηλώνει τὴν λακωνικὴ ἐπικράτεια, ἡ ὁποία προβάλλει στὰ ἀνατολικὰ τῆς κορυφογραμμῆς, ἐνῶ στὰ ἀριστερὰ ἀπουσιάζει τὸ ἀρχικὸ τῆς Μεσσηνίας γράμμα Μ (εἰκ. 6β).
![]() |
Εἱκ. 6. Τὰ ὁρόσημα: α. στὴν θέση «Βαρδίτσα»· β. στὴν θέση «Γούπατα». |
Τέλος, σὲ ἀπόσταση 1.160 μ. νοτίως τῶν «Γουπάτων» στὸ ὕψωμα τῆς «Νεραϊδοβούνας», τὸ ὁποῖο δεσπόζει στὴν νότια ἀπόληξη τοῦ Παξιμαδίου καὶ σὲ ὑψ. 2.002 μ., λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν ἀπότομο γκρεμὸ πρὸς Νότο, ἐντοπίζεται ἕνα τελευταῖο ὁρόσημο, τὸ πέμπτο κατὰ σειρά, ποὺ φέρει τὴν ἐπιγραφή: ℗ ὅρ(ος)
Πρόκειται καὶ πάλι γιὰ τὴν συντομογραφία τῆς λέξης ὅρος, χαραγμένη στὸ εὐρύ, στραμμένο πρὸς τὰ ΒΔ. μέτωπο ἑνὸς κατὰ τὰ φαινόμενα κεραυνόπληκτου βράχου. Τὸ γράμμα Ρ, ὕψ. μόλις 0.29 μ., ἔχει χαραχθεῖ στὸ κέντρο τοῦ γνωστοῦ Ο, διαμ. 0.48 μ. Ἡ παρουσία τοῦ ὁροσήμου λίγα μόλις μέτρα πάνω ἀπὸ τὸν ἀπότομο γκρεμὸ ποὺ ἀπολήγει στὶς ἀπαρχὲς τοῦ φαραγγιοῦ τῆς Κοσκάρακας, ἐπιβεβαιώνει τὴν θέση ὅτι τὸ ὁρόσημο τῆς «Νεραϊδοβούνας» εἶναι τὸ τελευταῖο καὶ νοτιότερο ὁρόσημο τῆς ἀρχαίας συνοριακῆς γραμμῆς (εἰκ. 7α-β).
Ὁ νεότερος ἐντοπισμὸς καὶ ἡ καταγραφὴ πέντε ὁροσήμων ἐπὶ τοῦ Παξιμαδίου, ἀποτελεῖ πρόσθετη ἐπιβεβαίωση τοῦ κειμένου τῆς IG V 1, 1431 καὶ τῆς ἱστορικῆς ὁριοθέτησης τῶν συνόρων Μεσσηνίας - Λακωνίας τὸν +1ο αἰ. Ὅλα τὰ ὁρόσημα ἔχουν χαραχθεῖ σὲ ἐμφανὴ μέτωπα ριζιμιῶν βράχων τοῦ βουνοῦ, ποικίλων μεγεθῶν, σὲ θέσεις ποὺ ἀποτελοῦν σημεῖα ἀναφορᾶς τῶν διαδρομῶν ὁδοιπόρων καὶ βοσκῶν. Οἱ διαστάσεις τῶν γραμμάτων τῶν ἐπιγραφῶν εἶναι κατὰ βάση ὅμοιες: τὸ Ρ ἔχει μέσο ὕψ. 25 ἑκ., τὸ Ο ἔχει διάμ. 40-45 ἑκ., ἐνῶ τὰ γράμματα Μ καὶ Λ εἶναι κατά τι μικρότερα, μὲ τὸ ὕψος τους νὰ κυμαίνεται ἀπò 15 ἕως καὶ 20 ἑκ.
Ταύτιση παλαιῶν καὶ νέων ὁροσήμων – Συμπεράσματα
Μετὰ τὸν ἐντοπισμό τους σὲ περιοχὲς ὁριακὰ προσβάσιμες, ζητούμενο τῆς ἔρευνας ἀποτελεῖ κατ’ ἀρχὰς ἡ ταύτιση τοῦ συνόλου τῶν παλαιῶν μὲ τὰ ὁρόσημα ποὺ ἐσχάτως ἐντοπίστηκαν κατὰ μῆκος τῆς κορυφογραμμῆς τοῦ Ταϋγέτου. Ἀπώτερο στόχο ἀσφαλῶς ἀποτελεῖ ὁ συσχετισμὸς μὲ τὰ ἀναφερόμενα στὴν ἐπιγραφὴ IG V 1, 1431 ὁρόσημα, συζήτηση ἡ ὁποία δὲν περιλαμβάνεται στὴν παροῦσα μελέτη.
Τὸ βορειότερο καὶ πρῶτο κατὰ σειρὰ ὁρόσημο, δημοσιευμένο ἀπὸ τὸν Ludwig Ross, τοποθετεῖται στὴν περιοχὴ τοῦ «Μαλεβοῦ - Γραμμένης Πέτρας», σὲ σημεῖο ποὺ ταυτίζεται μὲ τὸ σημερινὸ ὅριο Ἀρκαδίας - Μεσσηνίας - Λακωνίας, καὶ δὲν ἐντοπίστηκε ἐκ νέου.
Ὁ δεύτερος κατὰ σειρὰ δημοσιευμένος ὅρος τοποθετεῖται στὴν θέση «Γραμμένη Πέτρα», σὲ ἀπόσταση περίπου 4 χλμ. ΝΑ. τοῦ Μαλεβοῦ καὶ σὲ ὑψόμετρο ποὺ κυμαίνεται ἀπὸ 1.621 ἕως 1.713 μ. Ἡ μαρτυρία τοῦ Ernst Pernice ὅτι ἡ θέση βρίσκεται πλησίον της Ἀλαγονίας, ἐπιτρέπει τὴν διάκριση τοῦ ὅρου ἀπὸ αὐτὸν τοῦ Μαλεβοῦ, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνον τοῦ «Γώλου», μολονότι καὶ ὁ δεύτερος ἐντοπίστηκε θραυσμένος μέσα σὲ φαράγγι. Στὴν διάκριση συνηγορεῖ καὶ ἡ μεταγραφὴ τῆς ἐπιγραφῆς τῆς «Γραμμένης Πέτρας», ἡ ὁποία διαφέρει, ὡς πρὸς τὰ σωζόμενα τμήματά της, καὶ ἀπὸ τοὺς δύο ὅρους τοῦ Ross.
Ἀκολουθεῖ στὴν σειρὰ ὁ ἕτερος ὅρος, ποὺ ἐντοπίστηκε ἀπὸ τὴν Matilda Padewieth στὸ
ὁμώνυμο τοπωνύμιο «Γραμμένη Πέτρα», καὶ τοποθετεῖται ἀπὸ τὸν Pernice σὲ ἀπόσταση τριῶν ὡρῶν νοτίως τῆς ὁμώνυμης θέσης ἐντοπισμοῦ τοῦ δικοῦ του ὁροσήμου. Δεδομένου μάλιστα ὅτι σήμερα τὸ τοπωνύμιο «Γραμμένη Πέτρα» ἀντιστοιχεῖ σὲ τμῆμα τῆς κορυφογραμμῆς μήκους δύο χιλιομέτρων, ἐνδεχομένως τὸ μὲν ὁρόσημο τοῦ Pernice ἐντοπίστηκε στὸ βόρειο ἄκρο του, ἐνῶ τῆς Pedewieth στὸ νότιο ἄκρο, τὸ ὁποῖο πράγματι βρίσκεται πάνω ἀπὸ τὸ φαράγγι τῆς Λαγκάδας. Ἀμφότεροι οἱ ὅροι τῆς «Γραμμένης Πέτρας» δὲν ἐντοπίστηκαν ἐκ νέου.
Τὸ ἑπόμενο δημοσιευμένο ἀπὸ τὸν Ludwig Ross ὁρόσημο καὶ τέταρτο κατὰ σειρὰ στὴν ἀρίθμηση ἀπὸ Βορρᾶ πρὸς Νότο τοποθετεῖται στὴν θέση «τοῦ Γώλου», ἡ ὁποία δύναται
νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὸ ὕψωμα τοῦ «Ἁγίου Ἐλισαίου». Τὸ ἀναφερόμενο ἀπὸ τὸν Ross τοπωνύμιο «τοῦ Γώλου» παραμένει σήμερα ἄγνωστο γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς τῆς Ἀλαγονίας. Ὡστόσο ἡ ἀναφορὰ τοῦ Ross σὲ ἕναν καταρράκτη, παραπέμπει στὸ ὕψωμα μὲ τὸ σημερινὸ τοπωνύμιο «Φλωροῦ Λίμνα», στὰ ἀνατολικὰ τῆς Ἀλαγονίας, ὅπου καὶ τὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Ἐλισαίου (ὑψ. 1.420 μ.), μία περιοχὴ ποὺ καλύπτεται μὲ χαμηλὴ βλάστηση καὶ λίγα πεῦκα. Διασχίζοντας τὸ φαράγγι τῆς Λαγκάδας καὶ κινούμενοι πρὸς Νότο, οἱ ἐντοπισμένοι ὅροι βρίσκονται στοὺς ὀρεινοὺς ὄγκους Παξιμάδι, Γούπατα καὶ Νεραϊδοβούνα. Κατ’ ἀρχάς, τὸ γνωστὸ παλαιόθεν στοὺς βοσκοὺς τοῦ Ταϋγέτου ὁρόσημο τῆς Βοϊδολακκούλας, ποὺ ἐντοπίστηκε ἐκ νέου τὸ 2009, μπορεῖ ἀσφαλῶς νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὸ πρῶτο κατὰ σειρὰ ὁρόσημο τοῦ Kolbe ἀλλὰ καὶ τὸν πρῶτο ὅρο τοῦ Γιαννουκόπουλου (Kolbe 1 = Γιαννουκόπουλος 1 = Κουρσούμης / Κοσμόπουλος 1). Ἡ θέση ἐντοπισμοῦ του συμφωνεῖ μὲ τὶς τοπογραφικὲς περιγραφὲς τῶν δύο παλαιότερων ἐρευνητῶν, ἐνῶ ἡ μορφὴ τῶν γραμμάτων τῆς ἐπιγραφῆς ἀντιστοιχεῖ ἐπακριβῶς στὸ δημοσιευμένο ἀπὸ ἐκείνους πρῶτο κατὰ σειρὰ ὁρόσημο. Πρόκειται γιὰ τὸν πέμπτο κατὰ σειρὰ ἐντοπισμένο ὅρο, τὸν πρῶτο νοτίως τῆς Λαγκάδας (εἰκ. 5α).
Ἡ ἐπισήμανση ἀπὸ τὸν W. Kolbe ἑνὸς ὁροσήμου «100 μ. νοτίως του πρώτου ὅρου», μὲ τὴν ἐπιγραφὴ ℗ δὲν ἐπαληθεύτηκε ἀπὸ τὴν νεότερη ἔρευνα. Τὸ εἶδος τῆς ἐπιγραφῆς, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπόσταση ποὺ καταγράφεται σὲ σχέση μὲ τὸν ὅρο τῆς Βοϊδολακκούλας, ὁδηγοῦν στὴν διάκρισή του τόσο ἀπὸ ἄλλους ὅρους ποὺ ἐντόπισε ὁ Γιαννουκόπουλος, ὅσο καὶ ἀπὸ ὅσους ἐντοπίσθηκαν προσφάτως. Συνεπῶς πρόκειται πιθανὸν γιὰ ἕνα διακριτὸ ὁρόσημο, τὸ ἕκτο κατὰ σειρά.
Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὸ ὁρόσημο ποὺ ἐντοπίστηκε τὸ 2010 στὸ διάσελο Κουφοβουνίου-Παξιμαδίου, 200 μ. ΝΑ. τῆς «Βοϊδολακκούλας», ἡ μορφὴ τῆς ἐπιγραφῆς ἀλλὰ καὶ ἡ ἀπόσταση ἀπὸ τὸ ὁρόσημο τῆς «Βοϊδολακκούλας», ἀντιστοιχοῦν στὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ ὁροσήμου τῆς «Διασέλλας» ποὺ ἐντόπισε ὁ Γιαννουκόπουλος. Μικρὲς ἐπιφυλάξεις γεννᾶ ἡ ἀπουσία τοῦ Ρ στὴν μεταγραφὴ τοῦ Μεσσήνιου ἐρευνητῆ, γεγονὸς ποὺ ἐνδεχομένως ὀφείλεται στὴν φωτοσκίαση τοῦ βράχου. Ἐφόσον τὰ δύο ὁρόσημα ταυτίζονται μεταξύ τους (Γιαννουκόπουλος 2 = Κουρσούμης / Κοσμόπουλος 2), μπορεῖ ἐνδεχομένως νὰ γίνει λόγος γιὰ τὸν ἕβδομο κατὰ σειρὰ ἐντοπισθέντα ὅρο (εἰκ. 5β).
Ὁ ἑπόμενος – ὄγδοος κατὰ σειρὰ – ὅρος, ποὺ ἐντοπίσθηκε τὸ 2010 σὲ ἀπόσταση περίπου 410 μ. ἀπὸ τὸ ὁρόσημο στὸ διάσελο Κουφοβουνίου-Παξιμαδίου, σὲ θέση ποὺ πιθανὸν
ἀντιστοιχεῖ στήν «Βαρδίτσα» τοῦ Γιαννουκόπουλου, μπορεῖ νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὸν ἀντίστοιχο ὅρο τοῦ Μεσσηνίου. Στὴν ταύτιση τῶν δύο ὁροσήμων συνηγοροῦν καὶ οἱ διαστάσεις τοῦ βράχου, ὅπως καταγράφηκαν τὸ 1932 καὶ τὸ 2010 (εἰκ. 6α).
Ἀκολουθεῖ τὸ ὁρόσημο ποὺ εἶχε ἐντοπισθεῖ τόσο ἀπὸ τὸν Kolbe ὅσο καὶ τὸν Γιαννουκόπουλο στὴν θέση «Τσούγκα», τὸ ὁποῖο δὲν ἐντοπίστηκε κατὰ τὴν νεότερη ἔρευνα.
Μολονότι ὁ Kolbe δὲν δίνει ἀποστάσεις ἀνάμεσα στὰ ὁρόσημά του, παραθέτει τὴν πληροφορία ὅτι πρόκειται γιὰ τὸ νοτιότερο αὐτῶν. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἡ ὁμοιότητα τῶν δημοσιευμένων ἐπιγραφῶν ἀποτελεῖ στοιχεῖο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ παραβλεφθεῖ. Ἀξίζει νὰ ση μειωθεῖ ὅτι στὸ ἀνάγλυφο τῆς κορυφογραμμῆς ἡ «Τσούγκα» εἶναι τὸ πρῶτο ὕψωμα μετὰ τὸ διάσελο τῆς «Βαρδίτσας» ἀλλὰ καὶ ἡ βόρεια ἀπόληξη ἑνὸς συνεχοῦς τμήματος τῆς κορυφογραμμῆς ποὺ φτάνει ὣς τά «Γούπατα». Τὰ στοιχεῖα αὐτὰ συνηγοροῦν στὴν ταύτιση τοῦ ὁροσήμου (Kolbe 3 = Γιαννουκόπουλος 4), ἀλλὰ καὶ στὴν καταμέτρησή του ὡς ἐνάτου ὁροσήμου.
Ἑπόμενος εἶναι ὁ ὅρος τῶν «Γουπάτων», ποὺ ἐντοπίστηκε τὸ 2010 καὶ ταυτίζεται ἀσφαλῶς μὲ τὸ ἀντίστοιχο ὁρόσημο τοῦ Γιαννουκόπουλου (Γιαννουκόπουλος 5 = Κουρσούμης Κοσμόπουλος 4), παρὰ τὴν σημερινὴ ἀπουσία τοῦ κάθετου πρὸς τὴν συντομογραφία γράμματος Μ, προφανῶς λόγῳ τῆς φυσικῆς φθορᾶς τοῦ βράχου στὰ χρόνια ποὺ
μεσολάβησαν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ ἀρχικοῦ ἐντοπισμοῦ του. Κατὰ συνέπεια, μὲ βάση τὴν
ἀκολουθούμενη ἀρίθμηση, τὸ παρὸν ἀποτελεῖ τὸ δέκατο κατὰ σειρὰ ὁρόσημο (εἰκ. 6β).
Τέλος, ἡ ταύτιση τοῦ ὁροσήμου τῆς «Νεραϊδοβούνας» παραμένει προβληματική. Ὁ
Γιαννουκόπουλος καταγράφει ἕνα διπλὸ ὁρόσημο στὴν θέση «Νεραϊδοβούνα - Νεραϊδοβούνι - Νεραϊδόβραχος», τὸν ὁποῖον ἐντόπισε «εἰς ἀπόστασιν 500 μ. [σ.σ. ἀπὸ τά «Γούπατα»] καὶ διερχόμενος ἀπὸ τὴν τοποθεσίαν Παλιόστρουγκαν» … κατόπιν ἐπισταμένης ἐρεύνης». Βάσει τῶν μετρήσεων ἐπὶ χάρτου καὶ λαμβάνοντας ὑπόψη τὸ σχεδιάγραμμα τοῦ Μεσσηνίου ἐρευνητῆ, ἡ ἀπόσταση τῶν 500 μ., μετρούμενη ἀπὸ τά «Γούπατα», τερματίζει στὴν περιοχὴ τοῦ διασέλου ἀνάμεσα στά «Γούπατα» καὶ τήν «Νεραϊδοβούνα», ποὺ ἀκόμη καὶ σήμερα ἀποτελεῖ πέρασμα βοσκῶν ἀπὸ τὴν Λακωνία στὴν Μεσσηνία καὶ ἀντίστροφα.
Ὁ διπλὸς ὅρος τοῦ Γιαννουκόπουλου, μὲ προσανατολισμὸ Α.-Δ., δὲν μπορεῖ νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὸ προσανατολισμένο βορειοδυτικά, μονὸ ὁρόσημο ποὺ ἐντοπίστηκε τὸ 2010 στὴν κορυφὴ τῆς «Νεραϊδοβούνας» καὶ σὲ ἀπόσταση περίπου 1.160 μ. ἀπὸ τὸν ὅρο τῶν «Γουπάτων». Ἀντίθετα ἡ ἀπόσταση τῶν 500 μ. ποὺ ἀναφέρει ὁ Γιαννουκόπουλος, ὁδηγεῖ στὴν τοποθεσία «Παλιόστρουγκα», στὶς βόρειες ὑπώρειες τῆς «Νεραϊδοβούνας», πέρασμα ποὺ ἐνδεχομένως αἰτιολογεῖ τὴν διπλὴ ἐπιγραφή. Κατὰ συνέπεια, τὸ ὁρόσημο ποὺ ἐντο πίστηκε τὸ 2010 στήν «Νεραϊδοβούνα» πιθανότατα ἀποτελεῖ νέο εὕρημα καὶ θὰ πρέπει νὰ διακριθεῖ ἀπὸ τὸ ὁμώνυμο ὁρόσημο τοῦ Γιαννουκόπουλου, ποὺ ἐνδεχομένως προηγεῖται (εἰκ. 7α). Τὰ δύο αὐτὰ ὁρόσημα ἀποτελοῦν καὶ τὰ τελευταῖα εὑρήματα ἐπὶ τῆς κορυφογραμμῆς, ἀνεβάζοντας, μὲ βάση τοὺς σημερινοὺς ὑπολογισμούς, τὸν ἀριθμὸ τῶν ἐντοπισμένων ὅρων στοὺς δώδεκα.
Σὲ κάθε περίπτωση, ἀδιαμφισβήτητο παραμένει τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ὁρόσημο τῆς Νεραϊδοβούνας εἶναι τὸ τελευταῖο ὁρόσημο πάνω ἀπὸ τὸ φαράγγι τῆς Κοσκάρακας, ποὺ κατόπιν αὐτοῦ ταυτίζεται πλέον ἀσφαλῶς μὲ τὴν Χοίρειο Νάπη, ἐνῶ προσανατολίζει στὴν ἀναζήτηση ἑνός (δεύτερου) ἱεροῦ τῆς Λιμνάτιδος Ἀρτέμιδος πάνω ἀπὸ τὸ φαράγγι. Ἡ ἀπουσία ἁπτῶν καὶ ἀξιοποιήσιμων δεδομένων ἀπὸ τὶς παλαιότερες ἔρευνες, ὁδηγεῖ ἀναπόφευκτα σὲ σειρὰ συλλογισμῶν καὶ διασταυρώσεις στοιχείων προκειμένου νὰ ταυτισθοῦν τὰ παλαιότερα μὲ τὰ νέα εὑρήματα. Ἡ δυσκολία τοῦ ἐγχειρήματος καθίσταται πλέον ἐμφανής, χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ διασφαλιστεῖ ἡ συναγωγὴ ἀσφαλῶν συμπερασμάτων. Ἡ μελέτη καὶ ἀναδημοσίευση τῆς IG V 1, 1431, σὲ ἀντιπαραβολὴ μὲ τὰ καταγεγραμμένα καὶ τὰ πιθανολογούμενα ὁρόσημα ἐπὶ τῆς κορυφογραμμῆς, ἀποτελεῖ προφανῶς τὸ κλειδὶ γιὰ μία κατὰ τὸ δυνατὸν ἀσφαλὴ ταύτιση τῶν ὅρων τοῦ Τίτου Φλάβιου Μονόμιτου, καὶ ἀκολούθως τὴν ἀποσαφήνιση μίας σειρᾶς σοβαρῶν ζητημάτων ποὺ ἀφοροῦν στὴν ἀρχαία τοπογραφία τοῦ μεσσηνιακοῦ Ταϋγέτου.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ Σ. ΚΟΥΡΣΟΥΜΗΣ - ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου