expr:class='"loading" + data:blog.mobileClass'>

nasdaq

Search in navarinoinvestment

auto slider

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2015

ΕΠΤΑ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΤΙΚΟΙ ΜΥΘΟΙ (FILM)

Navarinoinvestment:
Της μεταπολίτευσης ''χαμένη'' γενιά,
μπορούσες να τα πας καλύτερα...


Η Μεταπολίτευση υπήρξε η ομαλότερη, πιο δημοκρατική, και πιο πλούσια περίοδος  ολόκληρης της ελληνικής ιστορίας.  Η κρίση όμως, οδήγησε σε έντονη αμφισβήτηση των πολιτικών αποφάσεων αυτής της περιόδου. Ήταν αυτές οι αποφάσεις διαφορετικές από όσα οι ίδιοι οι πολίτες ζητούσαν από το κράτος; Ποιες ήταν οι αντιλήψεις σχετικά με τον ρόλο του κράτους, που επικράτησαν αυτή την περίοδο;


ΜΥΘΟΣ 1ΜΕΓΑΛΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Αρκετοί διαφώνησαν με τις πολιτικές  λιτότητας υποστηρίζοντας, ότι η ανάπτυξη θα έλθει μέσα από την αύξηση των κρατικών δαπανών. Αν εφαρμοζόταν αυτή η πρόταση στην αρχή της κρίσης τι ρυθμοί ανάπτυξης θα χρειάζονταν για να καλυφθούν τα ελλείμματα;

Όλη αυτή η συζήτηση για το αν το έλλειμμα θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί μέσω λιτότητας ή μέσω ανάπτυξης, ό,τι τέλος πάντων και να σημαίνει αυτό, είναι παραπλανητική. Κανείς δεν έχει κοιτάξει, από όσους το ισχυρίζονται αυτό, να δουν τι ρυθμούς ανάπτυξης θα χρειαζόταν οι Ελλάδα, για να ισοσκελίσει τουλάχιστον τον πρωτογενή της ισολογισμό. Γιατί αν δείτε τα πραγματικά δεδομένα τουλάχιστον για την τελευταία δεκαετία, θα χρειαζόμασταν ρυθμούς ανάπτυξης απο 4% έως 7%. Αυτό δεν θα συμβεί ποτέ στα επόμενα δέκα χρόνια. Είναι απλά αδύνατον. Οπότε, το να λέμε, ότι κάποιος «καλύτερος ρυθμός ανάπτυξης» θα μας έβαζε στην σωστή τροχιά, ενδεχομένως θα βοηθούσε, σε καμία περίπτωση όμως, δεν θα έλυνε το πρόβλημα.



Βέβαια, μπορείς να πεις: «έχω δικό μου νόμισμα, τυπώνω χρήματα και θα κάνω όσες δαπάνες θέλω», κάτι το οποίο πολλές χώρες, όχι η Ελλάδα αυτή την στιγμή,  όμως πολλές χώρες, έχουν την πολυτέλεια να κάνουν. Εάν δείτε όμως τι ακριβώς συμβαίνει όταν τυπώνεις χρήμα, ουσιαστικά αυτό που καταφέρνεις είναι να χάσουν οι επενδυτές την εμπιστοσύνη στο νόμισμά σου και σιγά ̶ σιγά όχι μόνο οι επενδυτές, αλλά και ο απλός κόσμος και καταλήγεις να φορολογείς τον απλό κόσμο και δη τους πιο αδύναμους πρώτα και χειρότερα μέσω του πληθωρισμού, για να χρηματοδοτήσεις όλες αυτές τις δαπάνες. Στο τέλος δεν κερδίζει κανείς.
Η αύξηση των κρατικών δαπανών δεν είναι καινούρια συνταγή. Ήταν η οικονομική πολιτική, που εφαρμόστηκε σχεδόν σε όλη την Μεταπολίτευση. Ποια ήταν τα αποτελέσματά της;

Η δεκαετία του ΄80
Μπορεί κανείς πολύ εύκολα να δει τι ακριβώς συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις αν εξετάσει τι συνέβη στην Ελλάδα τη δεκαετία του ΄80. Οι δαπάνες ήταν πάρα πάρα πολύ ψηλές. Το έλλειμμα και το δημόσιο χρέος δεν σταμάτησαν ποτέ να ανεβαίνουν. Δεν είναι, ότι ξαφνικά πήραμε τόσο πολύ τα επάνω μας από πλευράς ανάπτυξης, που κάπως αυτό αποπλήρωνε το επί πλέον χρέος που δημιουργούσαμε.
Το ποσοστό των κρατικών δαπανών από το 30% του Α.Ε.Π. το 1980 ξεπέρασε το 50% στο τέλος της δεκαετίας. Η αύξηση των δαπανών βασίστηκε κυρίως στο δανεισμό. Το χρέος την ίδια περίοδο τριπλασιάστηκε.

Παρόλα αυτά, τα αποτελέσματα στην ανάπτυξη δεν ήταν τα ανάλογα. Στις αρχές της δεκαετίας, οι αυξημένες κρατικές δαπάνες προκάλεσαν υψηλό πληθωρισμό, που μείωνε τα κίνητρα για επενδύσεις. Στην συνέχεια, όταν το kράτος άρχισε να δανείζεται από την ελεύθερη αγορά, η μεγάλη ζήτηση χρήματος οδήγησε πολύ ψηλά τα επιτόκια δανεισμού. Τα έντοκα γραμμάτια του ελληνικού Δημοσίου προσέφεραν τόσο υψηλό επιτόκιο, που ήταν πιο συμφέρον να τοποθετεί κανείς σε αυτά τα χρήματά του, παρά να τα επενδύει σε παραγωγικές δραστηριότητες.
Η περίοδος 2005─2009
Δεν χρειάζεται να πάει κανείς τόσο πίσω, για να δει τα αποτελέσματα, που είχαν στην ανάπτυξη οι μεγάλες κρατικές δαπάνες. Από τα μέσα περίπου της προηγούμενης δεκαετίας και μετά, οι δαπάνες του Δημοσίου σημείωσαν ξανά μεγάλη άνοδο. Δεν συνέβη όμως το ίδιο και με την ανάπτυξη.

Ξεχνάει πολλές φορές ο κόσμος, ότι ήδη το 2009 η Ελλάδα ξόδευε χρήματα, που δεν είχε ξαναξοδέψει ποτέ και το μεγαλύτερό τους ποσοστό πήγαινε κατεύθειαν στους πολίτες είτε σε μισθούς δημοσίων υπαλλήλων είτε σε επιδόματα και εν τούτοις ─αν όντως περίμενε κανείς, ότι οι δαπάνες ενισχύουν τόσο πολύ την  ανάπτυξη, να έχει εκτοξευθεί ο ρυθμός της ανάπτυξης σε δυσθεώρητα ύψη─ στην πραγματικότητα το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της χώρας έπεφτε.
Αύξηση κρατικών δαπανών
Μείωση παραγωγής

Η αύξηση των κρατικών δαπανών προκάλεσε αύξηση της κατανάλωσης. Η αύξηση της κατανάλωσης με την σειρά της προκάλεσε άνοδο των τιμών όχι όμως σε όλες τις υπηρεσίες και τα αγαθά, αλλά μόνο σε αυτά, που απευθύνονταν στην εγχώρια κατανάλωση. Αυτό προσέλκυσε πολλούς σε αυτόν τον κλάδο της Οικονομίας. Αντίθετα, η παραγωγή εξαγώγιμων ελληνικών προϊόντων μειώθηκε. Κατέληξε να πουλά ο ένας υπηρεσίες στον άλλον και όλοι μαζί να εισάγουν δανειζόμενοι.

Τα στοιχεία αποβιομηχάνισης και αποδυνάμωσης της ελληνικής παραγωγής ήταν ήδη υπαρκτά στα τέλη της δεκαετίας του ΄70, ενώ ταυτοχρόνως οι καταναλωτικές ανάγκες, τα νέα καταναλωτικά ήθη είχαν εδραιωθεί. Δεν είχε νόημα δηλαδή, να ζητάμε από τους καταναλωτές τότε να αγοράζουν ελληνικά προϊόντα, την ώρα που τα προϊόντα που ήθελαν να αγοράσουν δεν υπήρχαν ως ελληνικά, υπήρχαν μόνο ως εισαγόμενα.

Τα εμπορικά ελλείμματα καλύπτονταν κυρίως από τον κρατικό δανεισμό. Έτσι δημιουργούθηκε ένας φαύλος κύκλος. Όσο το κράτος δανειζόταν, τα δανεικά πήγαιναν στην κατανάλωση αυξάνοντας τη ζήτηση για εισαγόμενα προϊόντα.  Έτσι μεγάλωνε το εμπορικό έλλειμμα, το οποίο με την σειρά του καλυπτόταν από νέο δανεισμό. Όταν ο δανεισμός αυτός μειώθηκε δραματικά, η οικονομία κατέρρευσε.

Καταφέραμε επί τριάντα χρόνια να συρρικνώνουμε την παραγωγική βάση της χώρας με αποτέλεσμα να έχουμε και το εξής πρόβλημα: εάν κάποιος ήθελε σήμερα να ρίξει χρήματα στην οικονομία για να σηκώσει τη δραστηριότητα, αυτό που θα έκανε θα ήταν να αυξήσει τη ζήτηση για εισαγωγές, επειδή ένα πάρα πολύ μεγάλο μέρος της κατανάλωσής μας αφορά εισαγόμενα προϊόντα, τα οποία δεν παράγουμε εδώ, με αποτέλεσμα πολύ από το χρήμα, που θα έπεφτε στην οικονομία, να έφευγε προς τα έξω.
Είχαμε λοιπόν μία οικονομία, η οποία είχε τεράστιο πρόβλημα στο εμπορικό ισοζύγιο, δηλαδή είχαμε πολύ περισσότερες εισαγωγές από ό,τι εξαγωγές κι αυτό είναι κάτι, το οποίο δεν μπορεί να λυθεί μακροπρόθεσμα με κανέναν άλλο τρόπο πέρα από το να αυξήσεις τις εξαγωγές σου, και τις εξαγωγές σου δεν τις αυξάνεις ρίχνοντας λεφτά στην οικονομία ή αυξάνοντας τους φόρους, όπως κάνουμε τώρα. Τις αυξάνεις κόβοντας το κόστος των επιχειρήσεων, εκείνων, που προσπαθούν να κάνουν εξαγωγές και αναγκαστικά για να κόψεις το κόστος αυτών των επιχειρήσεων πρέπει πρώτα πρώτα να κόψεις το μεγάλο κόστος λειτουργίας του κράτους.

Στην Ελλάδα, οι μεγάλες κρατικές δαπάνες άφησαν πίσω τους μικρή ανάπτυξη και μεγάλα χρέη. Μήπως όμως υπάρχουν χώρες, που έχουν και μεγάλο κράτος και βιώσιμα οικονομικά;

Το μεγάλο Δημόσιο
σε διαφορετικές χώρες

Υπάρχει πολύς κόσμος, που δίνει ως υποδείγματα για παράδειγμα τις Σκανδιναβικές χώρες και λέει: ορίστε χώρες, όπου το κράτος πραγματικά κάνει μεγάλες δαπάνες και όπου ο κόσμος απολαμβάνει όντως ένα πολύ υψηλό βιοτικό επίπεδο.

Το παράδειγμα της Σουηδίας
Ποιες είναι όμως οι διαφορές ανάμεσα στην Ελλάδα και σε χώρες όπως η Σουηδία; Τα τελευταία χρόνια το ποσοστό των δαπανών στις δύο χώρες ως προς το ΑΕΠ τους ήταν παρόμοιο. Στην Ελλάδα όμως, οι αυξημένες κρατικές δαπάνες βασίζονταν κυρίως σε εξωτερικό δανεισμό. Χωρίς τα δανεικά αυτά το ΑΕΠ της χώρας είναι σημαντικά μικρότερο. Σήμερα, παρά την μείωση των κρατικών δαπανών αυτές βρίσκονται στο ίδιο περίπου ποσοστό, που ήταν το 2009, αποκαλύπτοντας έτσι το πραγματικό μέγεθος του Δημοσίου σε σχέση με τις δυνατότητες της Οικονομίας.

Στην Ελλάδα εννοείται, πως δεν έχουμε τον μεγαλύτερο δημόσιο τομέα, που υπάρχει στην Ευρώπη. Αυτό είναι αλήθεια, έχουμε εν τούτοις έναν από τους μεγαλύτερους σε σχέση με τις δυνατότητές μας.Το ότι το «μεγάλο Δημόσιο» στην Ελλάδα στηρίχθηκε κυρίως στα δανεικά δεν ήταν η μόνη διαφορά σε σχέση με άλλες χώρες με μεγάλο δημόσιο τομέα. Σημαντική διαφορά επίσης ήταν, ότι οι δαπάνες του ελληνικού κράτους πήγαιναν κυρίως στην κατανάλωση και όχι σε επενδύσεις.

Τώρα, το κατά πόσο οι δημόσιες δαπάνες συνεισφέρουν στην ανάπτυξη το ερώτημα είναι κι αυτό παραπλανητικό, γιατί υπάρχει μία πολύ μεγάλη διάκριση μεταξύ δημοσίων δαπανών, κατανάλωσης και δημόσιας επένδυσης. Και αυτή τη διαφορά την παραβλέπουν ακόμη και από ακαδημαϊκής απόψεως τα περισσότερα μοντέλα, που διδασκόμασταν στις οικονομικές σχολές. Οι δημόσιες δαπάνες είναι ένα αδιαίρετο ΔG, μία μεταβλητή, όπου όταν αυξάνεται όλα πάνε καλύτερα. Λοιπόν, αυτά δεν ισχύουν. Οι δημόσιες επενδύσεις, δημιουργούν κεφάλαιο. Και αυτό μακροχρόνια επιτρέπει και στον ιδιωτικό τομέα να γίνει πιο παραγωγικός και γενικά παράγει πλούτο σε βάθος χρόνου. Λοιπόν, σε κατανάλωση δεν κάνει τίποτα τέτοιο.



Μία τρίτη διαφορά σε σχέση με την Σουηδία είναι η παρεμβατικότητα του κράτους στην Οικονομία. Η Σουηδία, προκειμένου να ξεπεράσει την σοβαρή κρίση, που αντιμετώπισε στις αρχές της δεκαετίας του ’90, αναγκάστηκε να κάνει σημαντικές αλλαγές προς την φιλελεύθερη κατεύθυνση. Αν η Ελλάδα ήθελε να στηρίξει την ανάπτυξή της στο κράτος αυτό θα έπρεπε να λειτουργεί πολύ διαφορετικά. Ακόμη όμως και σε αυτή την περίπτωση δεν είναι σίγουρο, ότι κάτι τέτοιο θα συνεισέφερε στην ανάπτυξη. Το ερώτημα παραμένει αναπάντητο και για την περίπτωση της Σουηδίας. Οφείλει την ανάπτυξή της στο μεγάλο Δημόσιο ή η ανάπτυξη αυτή οφείλεται σε άλλους λόγους, που επέτρεψαν τη διατήρηση ενός μεγάλου Δημοσίου;

Το μεγάλο Κράτος είναι μια πολυτέλεια, που οι ευνομούμενες και παραγωγικές κοινωνίες μπορούν να επιτρέψουν στον εαυτό τους.



ΜΥΘΟΣ 2
ΤΟ ΔΩΡΕΑΝ ΓΕΥΜΑ

Το πρόβλημα με το ελληνικό Δημόσιο δεν ήταν μόνο, ότι δεν ήταν βιώσιμο. Ήταν και ότι παρά τα όλο και περισσότερα χρήματα από φόρους και δάνεια απέτυχε τελικά να προσφέρει καλές υπηρεσίες οδηγώντας τους πολίτες στο να αναζητούν λύσεις στον ιδιωτικό τομέα. Ένα μεγάλο κράτος δεν εγγυάται απαραίτητα ούτε την πρόνοια προς τους πολίτες ούτε την ποιότητα των δημοσίων υπηρεσιών. Δεν έχει σημασία μόνο το πόσα χρήματα ξοδεύονται, αλλά και το πώς αυτά χρησιμοποιούνται. Στην ιδιωτική του ζωή ο καθένας θέλει ό,τι αγοράζει να αξίζει τα λεφτά του. Όταν όμως πρόκειται για δημόσιες υπηρεσίες, επειδή τις περισσότερες φορές δεν πληρώνει απ΄ευθείας ο χρήστης, δημιουργείται η ψευδαίσθηση, ότι αυτές δεν κοστίζουν τίποτα. Έτσι, καλλιεργείται ο περίφημος μύθος του δωρεάν γεύματος.
Ένας μύθος, που πρέπει να διασκεδαστεί και να καταρριφθεί, είναι, ότι υπάρχουν πράγματα, που προσφέρονται δωρεάν στους ανθρώπους. Δεν υπάρχει τίποτα, που να προσφέρεται δωρεάν. Όλα έχουν ένα κόστος. Και θα πρέπει να μάθουμε να μετράμε το κόστος της κάθε υπηρεσίας.

Καμιά υπηρεσία δεν είναι δωρεάν. Κάποιος πληρώνει για αυτήν. Αν δεν πληρώνω εγώ που την «αγοράζω», γιατί η τιμή για εμένα που την καταναλώνω είναι μηδέν, κάποιος έχει πληρώσει τον υπάλληλο και τον χώρο που παρέχεται. Επομένως, όταν μία υπηρεσία δεν την πληρώνει ο χρήστης, αυτοί που τελικά την πληρώνουν είναι οι σχετικά λίγοι, συνεπείς φορολογούμενοι, δηλαδή κυρίως οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα.

Το παράδειγμα της Παιδείας
Τα προβλήματα της εκπαίδευσης αποδίδονταν συνήθως στις ελλείψεις προσωπικού. Οι αντιδράσεις για την μείωση των πόρων δεν αφορούσαν σε θέματα υποδομών ή μεθόδων διδασκαλίας, αλλά στον αριθμό των εκπαιδευτικών. Τα στοιχεία δείχνουν όμως, ότι η Ελλάδα όχι μόνο δεν υστερούσε σε αριθμό δασκάλων και καθηγητών, αλλά αντίθετα είχε περισσότερους και από τον ευρωπαϊκό και από τον παγκόσμιο μέσο όρο. Την ίδια στιγμή βρισκόταν στις χαμηλότερες θέσεις ως προς την ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος. Η Φινλανδία αντίθετα, με τους μισούς δασκάλους από την Ελλάδα βρισκόταν στις πρώτες θέσεις.
Σε σχέση με το επίπεδο της υπηρεσίας που παρέχει το σχολείο, στο δημόσιο κοστίζει ακριβά, γιατί έχουμε πάρα πολλούς δασκάλους στην Ελλάδα, οι οποίοι ο καθένας από μόνος του δεν πληρώνεται μεν ακριβά, αλλά είναι πάρα πολλοί με αποτέλεσμα να απασχολούνται λίγες ώρες ο καθένας κατά μέσο όρο, ενώ θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματικό αν είχαμε λίγους δασκάλους πολύ καλά πληρωμένους και που να δίνουν την ψυχή τους στο σχολείο. Αυτό που συμβαίνει είναι, ότι πληρώνονται λίγο, δουλεύουν λίγο και προσπαθούν να βγάλουν τα υπόλοιπα από τα φροντιστήρια κι έτσι είμαστε σε έναν φαύλο κύκλο, όπου το σχολείο, ενώ κοστίζει στον φορολογούμενο, δεν αποδίδει τίποτα.

Οι ίδιοι οι γονείς στην Ελλάδα στρέφουν τις πλάτες τους στο δημόσιο σύστημα παιδείας αναζητώντας λύσεις στην ιδιωτική εκπαίδευση.

Οι γονείς δεν είναι ευχαριστημένοι από την δημόσια παιδεία, επομένως πηγαίνουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά φροντιστήρια, για να μάθουν αγγλικά. Το ίδιο συμβαίνει και για να μπουν στο πανεπιστήμιο. Αυτά τα πληρώνουν πάρα πολύ ακριβά. Επομένως, ποια είναι η δωρεάν παιδεία, που παρέχεται με αυτόν τον τρόπο, όταν οι ίδιοι αυτοί, που είναι υπέρ της δωρεάν παιδείας, δεν την εμπιστεύονται;
Το παράδειγμα της Υγείας
Παρόμοια ήταν η κατάσταση και στο τομέα της Υγείας. Οι κρατικές δαπάνες Υγείας στην χώρα από το 2005 έως το 2009 σχεδόν διπλασιάστηκαν. Η βελτίωση όμως των υπηρεσιών δεν ήταν αντίστοιχη.

Το παράδειγμα
της Κοινωνικής Πρόνοιας

Ανάλογη εικόνα αναποτελεσματικότητας εμφάνιζε και η Κοινωνική Πρόνοια. Και σε αυτή την περίπτωση δεν αρκεί να δίνονται χρήματα από το κράτος. Πρέπει και να κατευθύνονται σε όσους τα έχουν πραγματική ανάγκη.
Το πρόβλημα είναι, ότι πάνω σε αυτό το κράτος πρόνοιας άρχισαν να επενδύονται σιγά ̶ σιγά σαν στρείδια διάφορα συμφέροντα, κυρίως της γραφειοκρατίας του κράτους πρόνοιας, η οποία προϊόντος του χρόνου παίρνει όλο και μεγαλύτερο κομμάτι από την Πρόνοια. Υπήρξε μια θαυμάσια μελέτη του ΙΣΤΑΜΕ, που έλεγε, ότι η Ελλάδα έχει κοινωνικές δαπάνες περίπου ίδιες με την υπόλοιπη Ευρώπη, μόνο που η Ελλάδα μειώνει το ποσοστό φτώχειας κατά τέσσερις μονάδες και άλλοι το μειώνουν κατά δέκα.


ΜΥΘΟΣ 3
ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΕΡΓΟΔΟΤΗΣ

Η χαμηλή αποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα στην Ελλάδα την κατατάσσει στις τελευταίες θέσεις παγκοσμίως. Ναι μεν υπάρχουν κράτη, που ξοδεύουν περισσότερα, αλλά την ίδια στιγμή είναι πολύ πιο αποτελεσματικά, ενώ και κράτη, που ξοδεύουν λιγότερα, ξεπερνούν σε αποτελεσματικότητα την Ελλάδα.

Η Ελλάδα ξεχωρίζει έχοντας και μεγάλο και ταυτόχρονα αναποτελεσματικό δημόσιο. Ένας βασικός λόγος γι’ αυτό είναι, ότι αρκετά κομμάτια του ελληνικού Δημοσίου δεν φιάχτηκαν με σκοπό να εξυπηρετήσουν τους πολίτες, αλλά τους ίδιους τους υπαλλήλους του. Φτιάχναμε οργανισμούς, δημόσιους φορείς κ.λπ. μόνο και μόνο για να απορροφούν από την δεξαμενή των ανέργων και στην ουσία δεν επέτρεπαν σε αυτούς τους ανθρώπους να μπουν παραγωγικά στην διαδικασία.

Οι προσλήψεις σε θέσεις χωρίς χρησιμότητα δεν ήταν κάποια κρυφή συμφωνία, αλλά επίσημη πολιτική μείωσης της ανεργίας από το κράτος. Μια πολιτική, που απολάμβανε ευρεία αποδοχή και που εξακολουθεί να προτείνεται από πολλούς ακόμη και σήμερα. Το 1994 με τον νόμο του Αναστάσιου Πεπονή ιδρύθηκε το ΑΣΕΠ. Σκοπός ήταν η αξιοκρατία στις προσλήψεις στο Δημόσιο, την ίδια στιγμή όμως, λειτούργησε ως άλλοθι για προσλήψεις, που ήταν μεν αξιοκρατικές, αλλά ταυτόχρονα περιττές. Ήλθε δηλαδή να χρησιμοποιηθεί ως δικαιολογία νομιμοποιώντας την πρακτική του κράτους να απορροφά την ανεργία μεγενθύνοντας το Δημόσιο. Η αντίληψη, ότι το κράτος είναι υποχρεωμένο να εξασφαλίζει δουλειά στους πολίτες σιγά ̶ σιγά παγιώθηκε.



Δεν είχε γίνει αντιληπτή η πορεία ενός ανθρώπου ως εξέλιξη στον χρόνο. Να κάνω ένα βήμα και μετά άλλο βήμα και μετά άλλο βήμα και μετά ένα λάθος βήμα, που με πάει τρία βήματα πίσω, δεν υπάρχει αυτή η αντίληψη. Στην Ελλάδα κινούμαστε κατοχυρώνοντας. Αυτό συμβαίνει από τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων πανεπιστημίου. Μέχρι και τώρα θυμάμαι φοιτητές να αγωνίζονται να κατοχυρώσουν επαγγελματικά δικαιώματα.
Υπάρχουν οι αδιόριστοι εκπαιδευτικοί, οι οποίοι δεν αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως έναν άνθρωπο, που κατέχει μία τέχνη, κατέχει μια επιστήμη, ένα επάγγελμα, ξέρει πώς να το κάνει, αλλά δεν υπάρχει κάπου να το εξασκήσει. Αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως έναν εξ ορισμού δικαιούχο κι ότι η λήψη ενός πτυχίου σημαίνει μια κατοχύρωση μιας επαγγελματικής θέσης, που κάπου με περιμένει και εάν δεν με περιμένει δεν είναι δικό μου πρόβλημα.

Όλοι οι έλληνες δηλαδή, που είναι στην γενιά μου, πόσο μάλλον και οι νεότεροι, αντιλαμβάνονται, ότι η εργασία είναι κάτι, που οφείλει κάποιος τρίτος να στο παρέχει. Αυτό πιθανώς εξηγεί και το γεγονός, ότι δεν έχουμε υψηλή επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα. Δηλαδή, η Ελλάδα είναι σήμερα ό,τι ήταν και όταν ελευθερώθηκε, μια χώρα αποκλειστικά εμπόρων. Έχει θεοποιήσει τόσο πολύ το θεσμό της υπαλληλίας.

Τριτοβάθμια εκπαίδευση
και διορισμός στο Δημόσιο

Αρκετοί φοιτητές ζητούν μόνιμη και σταθερή εργασία για όλους, αλλά την ίδια στιγμή αντιδρούν στη σύνδεση των πτυχίων με την αγορά εργασίας. Ποιος θα εξασφαλίσει στους πτυχιούχους μόνιμη και σταθερή δουλειά, σαν αυτή που διεκδικούν;

Πρέπει να πούμε, ότι στην πανεπιστημιακή παιδεία στην Ελλάδα έγινε ένα τεράστιο μπουμ τη δεκαετία του ’90 για λόγους άλλους από την εκπαίδευση. Ο λόγος που υπήρξε όλη αυτή η υψηλή ζήτηση τριτοβάθμιας παιδείας ήταν γιατί το πτυχίο ήταν το όπλο, για να διοριστείς στο Δημόσιο.

Μέσα σε λίγα χρόνια, στις αρχές της δεκαετίας του ΄80, ο αριθμός των υποψηφίων στις πανελλήνιες εξετάσεις διπλασιάζεται. Η εισαγωγή στο πανεπιστήμιο αντιμετωπίζεται από γονείς και μαθητές ως το εισιτήριο για την επαγγελματική εξασφάλιση. Η μεγάλη ζήτηση σε σχολές, όπως οι φιλολογικές ή αργότερα οι παιδαγωγικές, συνδέεται σε πολύ μεγάλο βαθμό με την αύξηση των προσλήψεων των αποφοίτων στο Δημόσιο.

Η διόγκωση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης με αδιάκριτο τρόπο σε κλάδους, οι οποίοι δεν είναι παραγωγικοί, μέχρι πριν από δύο χρόνια μπορούσε να καλυφθεί και να κολαστεί ─παρότι ήταν μια μεγάλη αμαρτία της Μεταπολίτευσης─ μέσα από την πρόσληψη στο Δημόσιο ή από την συμμετοχή σε έναν κύκλο παραγωγής, που ήταν δίπλα στο Δημόσιο. Αυτό σήμερα τελείωσε, που σημαίνει, ότι αυτή την στιγμή το να παράγουμε πάρα πολλούς θεολόγους, πάρα πολλούς θεατρολόγους, πάρα πολλούς κοινωνιολόγους το μόνο που κάνουμε με βεβαιότητα είναι να παράγουμε ανέργους.

Η τριτοβάθμια εκπαίδευση κατέληξε να εξυπηρετεί τον ίδιο της τον εαυτό. Το Δημόσιο αύξανε την ζήτηση για πτυχία και στη συνέχεια απορροφούσε την υπερπροσφορά πτυχιούχων, που το ίδιο προκαλούσε, με καινούριες προσλήψεις δημιουργώντας έτσι νέα ζήτηση για πτυχία. Η πρακτική του κράτους να αντιμετωπίζει την εργασία με όρους πρόνοιας καλλιέργησε την αντίληψη, ότι η αμοιβή εξαρτάται μόνο από τις ώρες δουλειάς και όχι από το εάν το αποτέλεσμα αυτής της δουλειάς έχει κάποια χρησιμότητα.



ΜΥΘΟΣ 4
Η ΔΙΚΑΙΗ ΑΜΟΙΒΗ

Όταν κυκλοφόρησαν στοιχεία, που εμφάνιζαν τους έλληνες να δουλεύουν περισσότερο από τους υπόλοιπους ευρωπαίους, αυτό θεωρήθηκε μια καλή απάντηση σε όσους απέδιδαν την ελληνική κρίση σε χαμηλή εργατικότητα. Έχει όμως τόση σημασία το πόσο πολύ δουλεύουν οι έλληνες;

Στην πραγματικότητα, το πόσες ώρες εργάζεται κανείς είναι απολύτως αδιάφορο. Εάν περάσεις δέκα ώρες την κάθε ημέρα σκάβοντας έναν λάκκο και άλλες δέκα ώρες ξαναγεμίζοντάς τον, προφανώς έχεις δουλέψει σαν σκυλί, προφανώς το βράδυ είσαι ψόφιος, προφανώς νιώθεις, ότι έχεις δουλέψει, ότι έχεις κάνει κάτι, αλλά από την πλευρά ενός ουδέτερου παρατηρητή κανένας δεν έχει κερδίσει από τη δουλειά σου. Ούτε εσύ, ούτε κανένας άλλος. Δεν παρήγαγες πλούτο, δεν παρήγαγες τίποτα, που να χρειάζεται κάποιος.

Αυτό που μας διαφεύγει πολλές φορές είναι, ότι ο μισθός δεν είναι κάτι αυτονόητο, είναι η αξία ή θα ΄πρεπε να είναι, των αγαθών και των υπηρεσιών που παράγεις. Εάν αξιώνεις κατώτατο μισθό π.χ. πες 1.000 ευρώ, 700 ευρώ, ο,τιδήποτε, τον μήνα και δεν μπορείς  να παράξεις τίποτα, που να αξίζει τόσα, προφανώς δεν μπορείς να περιμένεις τον ίδιο μισθό. Και αν όντως με κάποιον τρόπο έχεις καταφέρει να βγάζεις αυτά τα χρήματα που δεν παρήγαγες, αυτό σημαίνει, ότι κάποιος άλλος σε επιδοτεί. Δηλαδή, κάποιος άλλος αναγκάζεται με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο να σου δίνει χρήματα, τα οποία δεν δικαιολογούνται από αυτά που του προσέφερες.

Μισθοί και ανταγωνιστικότητα
Αναρωτιέται κάποιος, γιατί οι λιγότερο αυστηρές νομοθεσίες Εργατικού Δικαίου των άλλων χωρών δεν έχουν αποτελέσματα δυσμενέστερα από αυτά που έχουμε εμείς σήμερα. Δηλαδή, με ένα Εργατικό Δίκαιο άκαμπτο στην Ελλάδα οι μισθοί πάσχουν, οι όροι εργασίας πάσχουν, απολύσεις γίνονται σωρηδόν και με Εργατικό Δίκαιο πολύ πιο εύκαμπτο σε άλλες χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής και οι μισθοί είναι ανώτεροι και οι επιχειρήσεις πάνε πολύ καλύτερα και η Οικονομία γενικότερα βρίσκεται σε μια καλύτερη κατάσταση.
Τι κοινό έχουν μεταξύ τους η Νορβηγία, η Σουηδία, η Φινλανδία, η Δανία, η Γερμανία, η Αυστρία και η Ελβετία; Είναι όλες χώρες, που δεν έχουν υποχρεωτικό κατώτατο μισθό. Κι όμως, οι αμοιβές, ακόμα και οι κατώτερες είναι πολύ μεγαλύτερες από της Ελλάδας.
Υπάρχουν πολλές έρευνες που δείχνουν, ότι οι μισθοί σε μία χώρα δεν εξαρτώνται από τις παρεμβάσεις του κράτους, αλλά από την παραγωγικότητα. Οι πλουσιότερες χώρες με τους μεγαλύτερους μισθούς είναι εκείνες, που είναι οι πιο ανταγωνιστικές. Μήπως τότε οι χαμηλοί μισθοί δεν παίζουν ρόλο στην ανάπτυξη; Το παράδειγμα των μεταναστών δείχνει το αντίθετο. Η συμβολή των μεταναστών στην ανάπτυξη βασίστηκε κυρίως στα χαμηλά τους ημερομίσθια.
Αυτό δεν σημαίνει από την άλλη, ότι το μισθολογικό κόστος είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας για την ανταγωνιστικότητα. Οι δυσκολίες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, η γραφειοκρατία, η φορολογική νομοθεσία, οι ασταθείς πολιτικές, η υψηλή φορολογία, η διαφθορά και η άκαμπτη εργατική νομοθεσία είναι τα κύρια εμπόδια στην επιχειρηματική δραστηριότητα στην Ελλάδα. Πολλοί υποστηρίζουν, ότι πρέπει να αντιμετωπιστούν αυτές οι αιτίες πρώτα αντί να μειωθούν οι μισθοί. Όλοι αυτοί οι παράγοντες όμως, αυξάνουν το κόστος των ελληνικών προϊόντων και μειώνουν την ανταγωνιστικότητά τους. Έτσι αναπόφευκτα μέχρι να διορθωθούν, όλο το βάρος του κόστους συμπίεσης της παραγωγής πέφτει επάνω στους μισθούς.


Είναι χαμηλοί οι μισθοί στην Ελλάδα ιδίως στον ιδιωτικό τομέα; Εάν τους συγκρίνουμε με το επίπεδο των μισθών του Δημοσίου, ναι είναι χαμηλοί. Εάν τους συγκρίνουμε με το επίπεδο των μισθών αντίστοιχων ας πούμε κοινωνικών στρωμάτων στην Γερμανία ή στην Βόρειο Ευρώπη ναι, είναι χαμηλοί. Εάν όμως τους συγκρίνουμε με το τι παράγουν οι επιχειρήσεις, όπου εργάζονται αυτοί οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, όχι, δεν είναι χαμηλοί οι μισθοί. Γιατί αν ήταν χαμηλοί, αλλά η παραγωγή ήταν υψηλή σημαίνει, ότι οι εργοδότες τους θα έβγαζαν σημαντικά κέρδη και οι επιχειρήσεις όχι μόνο δεν θα έκλειναν, αλλά θα γίνονταν όλο και περισσότερες. Θα έρχονταν ξένοι να επενδύσουν στην Ελλάδα, γιατί ακριβώς είναι ο παράδεισος του καπιταλιστή, που βγάζει μεγάλη υπεραξία βασισμένος στον χαμηλό μισθό του εργαζόμενου. Δεν συμβαίνει αυτό στην Ελλάδα.
Παρά την συνεχόμενη συρρίκνωση του ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα καταλαμβάνει σήμερα την 36η θέση παγκοσμίως ως προς το κατά κεφαλήν εισόδημα. Την ίδια στιγμή βρίσκεται στην 91η θέση ως προς την ανταγωνιστικότητα. Τι είναι αυτό, που καθιστά αυτονόητο το να υπάρχουν πάνω από 100 χώρες φτωχότερες από την Ελλάδα; Η δυνατότητα να έχει μια χώρα και χαμηλή ανταγωνιστικότητα και υψηλούς μισθούς δεν υπάρχει. Αν το κράτος επιχειρήσει να νομοθετήσει αμοιβές υψηλότερες από το επίπεδο παραγωγικότητας τότε οι επιχειρήσεις ή θα αναζητήσουν τρόπο να παρακάμψουν τον νόμο ή αν δεν τα καταφέρουν απλώς θα κλείσουν.

Ακριβοί μισθοί, ακριβές κοινωνικοασφαλιστικές εισφορές, δυσκολία στην πρόσληψη και στην απόλυση είναι προφανές, ότι αυξάνουν την διάθεση των επιχειρήσεων να προσφεύγουν σε παράνομες τακτικές.



ΜΥΘΟΣ 5
ΚΕΚΤΗΜΕΝΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΔΥΝΑΤΩΝ

Έχει επικρατήσει η αντίληψη, ότι οι αυστηρές ρυθμίσεις στα εργασιακά είναι προς το συμφέρον όλων. Ισχύει κάτι τέτοιο;

Το παράδειγμα του κατώτατου μισθού
Το πώς ο κατώτατος μισθός ευνοεί μόνο ορισμένους από όσους έχουν ήδη δουλειά οδηγώντας τους υπόλοιπους στην ανεργία ή στην μαύρη εργασία μπορεί να φανεί μέσα από ένα υποθετικό παράδειγμα: Ας υποθέσουμε, ότι στην θέση αυτού που αναζητά δουλειά βρίσκεται κάποιος, που θέλει να νοικιάσει ένα μικρό διαμέρισμα. Λόγω κρίσης, δεν βρίσκει κανέναν που θα πλήρωνε πάνω από 200 ευρώ. Το κράτος όμως, επειδή θέλει να του εξασφαλίσει μεγαλύτερο εισόδημα παρεμβαίνει και ορίζει ως κατώτατη τιμή ενοικίου τα 300 ευρώ απαγορεύοντάς του να το νοικιάσει φθηνότερα. Η επιλογή που απομένει στον ιδιοκτήτη είναι να το νοικιάσει παράνομα σε χαμηλότερη τιμή, αλλιώς το σπίτι θα μείνει ξενοίκιαστο και ο ίδιος χωρίς εισόδημα.
Αντίστοιχα, όταν το κράτος απαγορεύει σε όποιον θέλει να εργαστεί να προσφέρει την εργασία του στην τιμή, που η αγορά μπορεί να πληρώσει, τότε αυτός ή θα αναγκαστεί να δουλέψει μαύρα ή θα μείνει άνεργος. Τέτοιες ρυθμίσεις προστατεύουν όσους έχουν ήδη εργασία εις βάρος των πραγματικά αδύναμων. Αυτές οι ανισότητες όμως, κρύβονται καλά πίσω από τον μύθο των περίφημων «κεκτημένων δικαιωμάτων».

Η ελληνική κοινωνία είναι μικροί πυρήνες συμφερόντων, οι οποίοι μπορεί πολλές φορές να έχουν συγκρουόμενα συμφέροντα. Ωστόσο, εμείς σαν γενιά αυτό που μάθαμε στο σχολείο είναι, ότι ο λαός μεταξύ του δεν έχει ποτέ συγκρουόμενα συμφέροντα. Αυτό δημιούργησε έναν μύθο, ο οποίος μύθος συνεχίζει να αναπαράγεται κι αυτές τις ημέρες. Υπάρχουν οι λεγόμενοι αδύναμοι μιας κοινωνίας. Η μεταπολιτευτική ρητορική μας θεωρεί, ότι κάποιος που είναι εργαζόμενος είναι εξ ορισμού αδύναμος. Συνεπώς, τα κεκτημένα δικαιώματα μιας μερίδας εργαζομένων είναι εκεί για να προστατεύσουν όλους τους εργαζόμενους, άρα συνεπαγωγικά όλους τους αδύναμους.

Ενώ τελικά αυτό δεν ισχύει και δεν ισχύει, γιατί είναι άλλοι οι εργαζόμενοι της ΔΕΗ στα ορυχεία, άλλοι οι εργαζόμενοι της Εθνικής Τράπεζας στην Διοίκηση και άλλοι οι άνεργοι, οι οποίοι παίρνουν ένα ταμείο ανεργίας και εντελώς διαφορετικοί οι ναρκομανείς, που στην Ομόνοια πεθαίνουν το βράδυ. Γιατί ζούμε σε μια κοινωνία, που στην ρητορική μας όλοι αυτοί είναι ένα. Εάν η κοινωνία μας δεν κατορθώσει να τους διαχωρίσει αυτούς τους ανθρώπους, να βρει τον πραγματικά αδύναμο και εκεί να στοχεύσει τους πόρους της τότε δεν υπάρχει νόημα. Δηλαδή αυτή η συζήτηση απλά γίνεται θεωρητικά απλά για να παίρνω εγώ 2.500  τον μήνα από μια υπηρεσία και να νιώθω αδύναμος, να έχω δηλαδή ήσυχη τη συνείδησή  μου.

Οι εισοδηματικές διαφορές ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες, που θεωρείται, ότι έχουν κοινά συμφέροντα είναι πολύ μεγάλες. Συχνά οι διαφορές αυτές,δεν έχουν να κάνουν με το τι παράγει ο καθένας αλλά είναι αποτέλεσμα παρεμβάσεων του κράτους.

Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο στον δημόσιο, συμβαίνει και στον ιδιωτικό τομέα. Δηλαδή, όλη η συζήτηση που έγινε για το άνοιγμα των επαγγελμάτων ξεκινά από το γεγονός, ότι τα τελευταία είκοσι χρόνια έχουμε αναθρέψει μία τεχνητή μεσαία τάξη, της οποίας το εισόδημα σε μεγάλο βαθμό εξαρτάται από τις επιταγές του κράτους. Εξαρτάται ουσιαστικά από το γεγονός, ότι το κράτος έχει αναγκάσει εμένα και εσένα να χρησιμοποιούμε τις υπηρεσίες του και να τις αγοράζουμε δε, στην τιμή που έχουν υπαγορεύσει οι ίδιοι.

Το παράδειγμα των κλειστών επαγγελμάτων
Τα περίφημα κλειστά επαγγέλματα δεν διαφέρουν ουσιαστικά από τα καρτέλ. Η τιμή οποιουδήποτε προϊόντος εξαρτάται από την σχέση προσφοράς και ζήτησης. Στην περίπτωση των κλειστών επαγγελμάτων το κράτος εξαναγκάζει τους καταναλωτές να πληρώνουν παραπάνω με δύο τρόπους. Είτε θέτει περιορισμούς στην άσκηση ενός επαγγέλματος, οπότε περιορίζεται η προσφορά είτε υποχρεώνει τους πολίτες να κάνουν χρήση συγκεκριμένων υπηρεσιών αυξάνοντας τεχνητά την ζήτηση. Το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις είναι υψηλότερο κόστος για τους καταναλωτές. Όσοι απασχολούνται σε κλειστά επαγγέλματα διαμαρτύρονται για τα χρήματα που θα χάσουν, όταν αυτά ανοίξουν. Ποιoς όμως πλήρωνε ως τώρα αυτά τα χρήματα αν όχι οι ίδιοι οι καταναλωτές;
Το παράδειγμα των συντάξεων
Σε πολλές δημοκρατικές κοινωνίες, που έχουν και υγιή Οικονομία, αλλά και μία ανεπτυγμένη αίσθηση αλληλεγγύης, το κοινωνικό κράτος παρεμβαίνει σοβαρά, για να κάνει μια αναδιανομή πόρων, αλλά παρεμβαίνει με κριτήρια γενικής εφαρμογής και αφορούν σε όλους τους πολίτες. Για παράδειγμα, το σύστημα των συντάξεων. Στις σοβαρές σοσιολδημοκρατίες οι αποφάσεις για το ποιος θα πάρει σύνταξη και πότε αναφέρεται σε πολύ διαφανή και σε πολύ γενικά κριτήρια.

Εδώ στην Ελλάδα έχουμε ένα εντελώς άλλο σύστημα. Το κράτος παρεμβαίνει και μοιράζει είτε συντάξεις είτε επιδόματα με βάση πελατειακές ομάδες. Δηλαδή, είναι ισχυρό το συνδικάτο της ΔΕΗ, για να μπορέσει να πιέσει; Θα πάρει καλύτερες συντάξεις από αυτές, που θα πάρει ένας εργαζόμενος, που έχει δουλέψει τα ίδια χρόνια με τον εργαζόμενο της ΔΕΗ με τα ίδια προσόντα και εξ ίσου σκληρά. Έχουν καταφέρει οι μηχανικοί να τα μανουβράρουν έτσι ώστε το Ταμείο τους να επιχορηγείται από τους λεγόμενους φόρους υπέρ τρίτων; Αυτοί επομένως καταφέρνουν και παίρνουν πολύ υψηλότερες συντάξεις από ό,τι παίρνει πάλι ένας υπάλληλος, που ήταν στο ΙΚΑ και έχει δουλέψει τα ίδια χρόνια και με τις ίδιες απολαβές, που έχει ένας ασφαλισμένος στο ΤΣΜΕΔΕ.

Κάθε διαφήμηση επιβαρύνεται με 20% υπέρ του ασφαλιστικού ταμείου των δημοσιογράφων. 20% στο διαφημιστικό κόστος. Καταλαβαίνετε πόσο φθηνότερο θα ήταν ένα προϊόν εάν δεν υπήρχε εκείνο το 20% του διαφημιστικού κόστους, όχι του συνόλου της τιμής του προϊόντος αλλά του διαφημιστικού κόστους, που είναι σημαντικό στην τιμή ενός προϊόντος, να πηγαίνει στα ταμεία των δημοσιογράφων. Ουσιαστικά, αυτό είναι μια επιβάρυνση υπέρ τρίτων.
Τις μεγάλες αντιδράσεις στην ενοποίηση των ταμείων ακουγόταν συνήθως το εξής επιχείρημα: «Το δικό μας ταμείο είναι υγιές. Γιατί να επιβαρυνθούμε τα χρέη των ελλειματικών ταμείων;». Γιατί όμως κάποια ταμεία ήταν ελλειματικά και κάποια άλλα εμφάνιζαν μεγάλα πλεονάσματα; Πού βρήκαν λοιπόν τα χρήματα ορισμένα υγιή ταμεία, ώστε να πληρώνουν και υψηλές συντάξεις και ταυτόχρονα να έχουν και πλεόνασμα;

Η περιουσία αυτών των ταμείων αντιπροσωπεύει κάτι σαν συσσωρευμένα προνόμια. Είναι συσσωρευμένα λεφτά, τα οποία έχουν πάρει από το ελληνικό Δημόσιο χάρη στην γενναιοδωρία του ελληνικού Δημοσίου με τα λεφτά των άλλων.
Οι ανισότητες στο ασφαλιστικό δεν παρατηρούνται μόνο μεταξύ των συνταξιούχων διαφορετικών κλάδων. Η πιο σημαντική ίσως ανισότητα είναι η ανισότητα ανάμεσα σε διαφορετικές γενιές. Για να γίνει κατανοητή πρέπει πρώτα να δούμε πώς ακριβώς λειτουργεί το ασφαλιστικό σύστημα στην Ελλάδα.

Το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα δεν είναι κεφαλοποιητικό, δηλαδή δεν αποταμιεύονται κάπου οι εισφορές των εργαζόμενων, για να πληρωθούν μετά την σύνταξή τους από αυτές. Αντίθετα, οι σημερινές εισφορές χρησιμοποιούνται για τη σύνταξη των σημερινών συνταξιούχων. Οι σημερινοί εργαζόμενοι θα πληρωθούν, όταν βγουν στη σύνταξη από τους μελλοντικούς εργαζόμενους.
Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, λόγω και της δημογραφικής κατάστασης της χώρας μας και του δυτικού κόσμου γενικότερα, να δημιουργεί εξ ορισμού ανισότητες. Δηλαδή, ένας άνθρωπος που δουλεύει σήμερα ελπίζει, πως κάποια στιγμή θα πάρει σύνταξη σαν κι αυτή, που παίρνει ο πατέρας του σήμερα. Αυτό όμως δεν είναι εφικτό. Ωστόσο, σήμερα το βιώνει ο πατέρας ως ένα πρόβλημα. Γιατί του πατέρα η σύνταξη καλείται να μειωθεί, επειδή μειώνονται οι εισφορές των γιων, δηλαδή της γενιάς μας.

Οι μέσες συντάξεις στην χώρα αυξήθηκαν σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες. Το ποσοστό επί του ΑΕΠ, που δαπανούσε η Ελλάδα για συντάξεις, αυξανόταν κι αυτό διαρκώς την ίδια περίοδο. Το βάρος που πέφτει πάνω στους εργαζόμενους, οι οποίοι με τις εισφορές τους καλούνται να πληρώσουν τις σημερινές συντάξεις είναι πολύ μεγάλο. Σημαντικό ρόλο σε αυτή την κατάσταση παίζει η υψηλή ανεργία και τα μεγάλα ποσοστά μαύρης ανασφάλιστης εργασίας. Για να αντιμετωπιστούν αυτοί οι παράγοντες όμως, οι εισφορές διατηρούνται πολύ υψηλά. Μήπως αυτό όμως, φέρνει τα αντίθετα αποτελέσματα;

Οι εισφορές στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλές. Και γιατί είναι πολύ υψηλές; Γιατί τις πληρώνουν πολύ λίγοι. Και γιατί το κάνουν αυτό; Επειδή είναι πολύ υψηλές.Πίσω από την εισφοροδιαφυγή κρύβεται η υποκριτική στάση κυβερνήσεων και κοινωνικών φορέων. Γνωρίζουν, ότι πολλές επιχειρήσεις θα οδηγούνταν στο κλείσιμο αν εφαρμόζονταν οι σημερινές ρυθμίσεις για τον κατώτατο μισθό και τις εισφορές. Το αποτέλεσμα είναι μια αγορά εργασίας δύο ταχυτήτων. Με τους εργαζόμενους με πλήρη ασφάλιση από την μία και τους άνεργους ή ανασφάλιστους από την άλλη, οι οποίοι ανήκουν κυρίως στην νέα γενιά.

Η κοινωνική ασφάλιση δεν παράγει τίποτα, αλλά διανέμει ποσά. Παίρνει από κάποιον και δίνει σε κάποιον άλλον. Επομένως, με αυτή την έννοια είναι αυτό που λέγεται ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Ό,τι κερδίζει κάποιος, χάνει κάποιος άλλος. Αλλά και αυτό είναι το κρίσιμο σημείο, το παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος είναι μεταξύ τριών γενεών. Είναι η γενιά που πέρασε, αυτή που παίρνει σύνταξη, είναι η γενιά που πληρώνει σήμερα και είναι και η γενιά που θα έλθει και θα πληρώσει τις συντάξεις των εργαζομένων. Μεταξύ των τριών είναι μηδενικό άθροισμα, αλλά ανά πάσα στιγμή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων είναι μόνο δύο γενιές. Είμαστε εμείς που δουλεύουμε και οι συνταξιούχοι. Με άλλα λόγια τι σημαίνει; Ότι είναι ένα γεύμα για τρεις, ο τρίτος, η νέα γενιά είναι καθυστερημένη, οι πρώτοι δύο παραγγέλνουν ό,τι καλύτερο προσφέρει το εστιατόριο και λένε τον λογαριασμό θα τον πληρώσει ο κύριος.



ΜΥΘΟΣ 6
ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ

Πολλά από τα λεγόμενα κεκτημένα δικαιώματα θεσπίστηκαν και παγιώθηκαν στην διάρκεια της Μεταπολίτευσης με σκοπό να εξυπηρετήσουν την ίδια την γενιά της Μεταπολίτευσης λειτουργώντας ταυτόχρονα εις βάρος των επόμενων γενεών. Κι όμως, οι επόμενες γενιές δεν αμφισβήτησαν ουσιαστικά το μεταπολιτευτικό μοντέλο. Αντίθετα, αρκετές φορές ταυτίστηκαν με την περίφημη Γενιά του Πολυτεχνείου και υιοθέτησαν τα συνθήματά της.

Η γενιά του Πολυτεχνείου έκανε τους αγώνες της και αυτό, το οποίο μπορούμε να πούμε ότι πέτυχε, είναι να δώσει ένα ορόσημο, ούτως ώστε να ξέρουμε, ότι από τις 17 Νοεμβρίου 1973 ξεκίνησε ένας αγώνας, για να χτιστεί η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία που ζούμε σήμερα κι αυτό ασφαλώς πρέπει να το αναγνωρίσει κάποιος, δηλαδή θα είμαστε και τρελοί  να απορρίψουμε συλλήβδην τη Γενιά του Πολυτεχνείου. Γιατί είναι μια γενιά, που πραγματικά αγωνίστηκε απέναντι σε ένα καθεστώς, το οποίο ήταν πραγματικά βίαιο και πραγματικά στερούσε κοινωνικές ελευθερίες. Αυτό δηλαδή είναι ξεκάθαρο.

Το ζήτημα ποιο είναι; Ότι δημιούργησε μια υποχρέωση σε κάθε νεολαία έκτοτε να επιβεβαιώνει το δικό της Πολυτεχνείο. Εμείς δηλαδή σαν γενιά αναβιώνοντας το ΄90─΄91 τον θεσμό των σχολικών καταλήψεων στην ουσία επιβεβαιώσαμε και διαιωνίσαμε τον εξεγερτικό μύθο των ελληνικών νεολαιών. Η ελληνική νεολαία είναι υποχρεωμένη να επαναστατεί απέναντι σε κάτι.

Υπάρχει ένας περίεργος μιμητισμός. Κλεινόμαστε μέσα σε ένα κτίριο, στεκόμαστε, φωνάζουμε. Αυτός ο μιμητισμός απέκτησε μέσα στην μεταπολίτευση και κάπως τελετουργικό χαρακτήρα. Μια γενιά, η Γενιά τους Πολυτεχνείου, οι άνθρωποι, που είναι σήμερα 60 χρονών, από το 1974 και μετά παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στον ελληνικό δημόσιο χώρο επικαλούμενοι την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Αυτό φτιάχνει για τις επόμενες γενιές ένα παράδειγμα κοινωνικής επιτυχίας μέσα από την πολιτική δράση, που είναι πολύ ισχυρό.

Υπάρχει βαθιά μνήμη, ότι το ελληνικό κράτος δεν είναι κράτος Δικαίου κι αυτό δεν είναι μια τρέλα. Το ελληνικό κράτος δεν υπήρξε κράτος Δικαίου. Μπορούμε  να πούμε, ότι η εκδοχή της Δημοκρατίας, που έχουμε σήμερα, είναι η καλύτερη, που υπήρχε στην Ελλάδα ποτέ. Και βάζω και την Αθηναϊκή μέσα αν θες.

Το ελληνικό κράτος είναι ένα κράτος βίαιο, ένα κράτος αυταρχικό, επειδή ακριβώς αποτελεί έπαθλο προνομιακών ομάδων, οι οποίες το εκμεταλλεύονται για να επικρατήσουν απέναντι στις άλλες ομάδες. Άρα, το να μην εφαρμόζεται η Δικαιοσύνη, που είναι το πρόσωπο του κράτους, σε θύλακες μέσα στην χώρα, θεωρείται θετικό. Υπάρχει το πανεπιστημιακό άσυλο, υπάρχει ο μύθος για τα Εξάρχεια, ότι είναι ένα άβατο. Και το Άγιο Όρος είναι ένα άβατο. Τα άβατα γενικά στην Ελλάδα έχουν μια αξία και αν θες υπάρχει και η μυθολογία του Σουλιώτη από πίσω, ότι δηλαδή υπάρχει ένας θύλακας ελευθερίας μέσα σε ένα γενικό καθεστώς βίας, τρόμου και καταπίεσης.



ΜΥΘΟΣ 7
ΠΟΛΙΤΕΣ ΧΩΡΙΣ ΕΥΘΥΝΗ

Την περίοδο της Μεταπολίτευσης το κράτος μεγάλωσε σημαντικά. Με μη βιώσιμο τρόπο και χωρίς ποτέ να καταφέρει να προσφέρει ικανοποιητικές υπηρεσίες στους πολίτες ανάλογες του κόστους τους. Ταυτόχρονα, ευννόησε συγκεκριμένες ομάδες αντί να προσφέρει επαρκή προστασία στους πραγματικά αδύνατους. Κι όμως, ακόμη και τώρα, οι περισσότερες αντιδράσεις ενάντια στο κράτος δεν στοχεύουν στην αλλαγή όλων των παραπάνω, αλλά στη διατήρησή τους. Βλέπουμε μια κοινωνία αυτή τη στιγμή, η οποία είναι σε σύγχυση. Η οποία ζητά να επαναληφθεί, να συνεχιστεί μάλλον, το παλιό μοντέλο, το οποίο κατηγορούν.

Το απεχθές χρέος
Όταν μιλάμε για απεχθές χρέος πρέπει να ξέρουμε τι λέμε. Απεχθές χρέος δεν είναι το χρέος, το οποίο εκ των υστέρων αποφασίσαμε, ότι θα θέλαμε να μην είχαμε δημιουργήσει. Είναι χρέος, το οποίο δημιουργήθηκε από δαπάνες, οι οποίες δεν έχουν δημοκρατική νομιμοποίηση αν θέλετε. Ακόμη κι αν όντως υπήρξε, και σίγουρα υπήρξε ένα κομμάτι του χρέους μας, το οποίο δημιουργήθηκε από μίζες, από παράνομες προμήθειες, από ό,τι θέλετε.

Αλλά να είμαστε ρεαλιστικοί στο πόσα είναι αυτά τα ποσά. Περίπου τα δύο τρίτα των δημοσίων δαπανών του ελληνικού κράτους πηγαίνουν σε μισθούς, επιδόματα, συντάξεις κ.ο.κ. Οπότε υπάρχει ένα ταβάνι, ένα άνω όριο στο πόσα χρήματα διατίθενται με παράνομο τρόπο ή χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση.

Από εκεί και πέρα, επειδή αυτό το θέμα της δημοκρατικής νομιμοποίησης είναι πάρα πολύ σημαντικό, όταν μιλάμε για απεχθή χρέη, πρέπει κανείς να θυμηθεί έτσι λίγο πιο σοβαρά, τι συνέβαινε την δεκαετία του ΄80 και τι ακριβώς εντολή είχε δώσει από τότε ο ελληνικός λαός στους κυβερνώντες. Αν δείτε τα ποσοστά συμμετοχής στις εκλογές ή τα ποσοστά ικανοποίησης από την λειτουργία της Δημοκρατίας στην Ελλάδα διαχρονικά από την δεκαετία του ΄80 και εξής θα δείτε, ότι ακριβώς τις εποχές, που η σπατάλη ήταν μεγαλύτερη, που το κράτος έκανε μεγαλύτερες δαπάνες, ακριβώς εκείνες τις εποχές ο ελληνικός λαός ήταν πιο ευχαριστημένος με την Δημοκρατία του και ταυτόχρονα ένιωθε περισσότερο την ανάγκη να συμμετέχει στις εκλογές.



Επίλογος
Όλοι οι μεταπολιτευτικοί κοινωνικοί αγώνες μοιάζουν με ένα ανταγωνισμό μεταξύ παιδιών για το ποιος θα εξασφαλίσει την αγάπη του πατέρα. Αυτό βέβαια, δεν είναι μόνο μεταπολιτευτικό φαινόμενο. Σε όλη την σύγχρονη ιστορία κάπως έτσι πήγε το πράγμα. Τα κλειστά επαγγέλματα δεν έκλεισαν μετά την Μεταπολίτευση, έκλεισαν πριν. Και μάλιστα, έκλεισαν αφήνοντας έξω τους αριστερούς. Μια νέα γενιά επαγγελμάτων τους περιέλαβε στην δεκαετία του ΄80.

Υπάρχει αυτή η σχέση πατέρα ─ παιδιού με το κράτος και μάλιστα ενός πατέρα κακού, μισητού, ο οποίος είναι και λίγο μάνα. Δηλαδή, σε συγχωρεί συνέχεια: «Ξέρω ότι είσαι άτακτος και δεν πληρώνεις φόρους, αλλά παιδί μου είσαι ...» και εν πάσει περιπτώσει αυτό πραγματώνεται και από εσένα τον ίδιο, όταν γίνεις υπάλληλος του κράτους. Δηλαδή, είσαι ο αυταρχικός εφοριακός, που θα κόψεις ένα πρόστιμο στον μπακάλη, γιατί το χαλάκι στην πόρτα δεν έχει τιμολόγιο κι είσαι ακριβώς ο ίδιος, που θα πάρεις τον συνάδελφό σου στην Πολεοδομία, για να πει, ότι «άστον αυτόν είναι φτωχός» ας πούμε «μην του το κατεδαφίσουμε το σπίτι».

Δηλαδή, υπάρχει ένα μίγμα αγάπης ─ μίσους ευκαιριακό, το οποίο ασφαλώς και δεν συνιστά κράτος Δικαίου, συνιστά κωλοχανείο. Και απέναντι σε αυτό υπάρχει ένα αίτημα. Δηλαδή, «δώσε κι εμένα μπάρμπα». Όλη η Μεταπολίτευση έχει χαρακτηριστεί από αυτό το πράγμα στα δικά μου μάτια, όπως την βίωσα από παιδάκι μέχρι τώρα. Κι αυτό δεν έχει αλλάξει.

Δηλαδή, μαζεύτηκαν μια εκατοντάδα χιλιάδες άνθρωποι στο Σύνταγμα και αυτό που είπαν στον πατέρα τους, που προσωποποιήθηκε στους 300 «κλέφτες» ─που εκλέξαμε μόνοι μας─ της Βουλής ήταν μια μούντζα. Μια παιδική αντίδραση, «κι εγώ θα κρατήσω την αναπνοή μου». Κι αυτό που είναι πάρα πολύ ενοχλητικό τελικά κι ίσως αυτά είναι χρόνια, στα οποία θα αλλάξει αυτή η αντίληψη, ότι το κράτος κάτι θα κάνει και θα υπάρξει ανάπτυξη, το κράτος κάτι θα κάνει και θα υπάρξει παιδεία, το κράτος κάτι θα κάνει και θα υπάρξει δουλειά στον κόσμο. Ε, αυτός είναι ένας μύθος. Ό,τι κι αν κάνει το κράτος, οι άνθρωποι κάνουν, τα άτομα, οι προσωπικότητες. 


 Γιάννης Μαρμαράς

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου