-Μίλα αν τολμάς...
μουγγός
Ελληνικά (el)
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | μουγγός | μουγγή | μουγγό |
γενική | μουγγού | μουγγής | μουγγού |
αιτιατική | μουγγό | μουγγή | μουγγό |
κλητική | μουγγέ | μουγγή | μουγγό |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | μουγγοί | μουγγές | μουγγά |
γενική | μουγγών | μουγγών | μουγγών |
αιτιατική | μουγγούς | μουγγές | μουγγά |
κλητική | μουγγοί | μουγγές | μουγγά |
Ετυμολογία
- μουγγός < ελληνιστική κοινή μογγός
Προφορά
Επίθετο
μουγγός, -ή, -ό- που από τη φύση του δεν μπορεί να μιλήσει
- που δεν μπορεί να μιλήσει λόγω ταραχής ή άλλου έντονου συναισθήματος
- που δεν μιλάει σε μια ορισμένη στιγμή, που παραμένει σιωπηλός
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου