expr:class='"loading" + data:blog.mobileClass'>

nasdaq

Search in navarinoinvestment

auto slider

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2016

Εκδρομή-Η ταινία του Τάκη Κανελλόπουλου

To navarinoinvestment παρουσιάζει και κάνει γνωστή στο ευρύ κοινό μία από τις καλύτερες ελληνικές ταινίες που γυρίστηκαν ποτε.
Η ''Εκδρομή''.
Αν υπήρχαν ελληνικά όσκαρ σίγουρα θα είχε σαρώσει.
'Αψογη σκηνοθεσία,εκπληκτικό σενάριο του Γιώργου Κιτσόπουλου,ερμηνείες για πολλά βραβεία και μία μουσική,με βάση την κιθάρα,από τον Νίκο Μαμαγκάκη λίτη,απέριττη μα συνάμα μαγευτική.
Πρωταγωνιστούν,Λίλη Παπαγιάννη , Άγγελος Αντωνόπουλος ,Κώστας Καραγιώργης.


Απολαύστε την:


ΤΑΚΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
Το σινεμά του ουτοπικού έρωτα
kan001.jpg 

Κείμενα Στράτος Κερσανίδης, από ένα βιβλίο που πρόκειται να εκδοθεί
Προλεγόμενα
Τον Τάκη Κανελλόπουλο δεν είχα την τύχη να τον γνωρίσω, κι ας περπατούσαμε στους ίδιους δρόμους και συχνάζαμε στα ίδια μέρη. Ντρέπομαι που θα το πώς, αλλά αγνοούσα την ύπαρξή του, σε μια εποχή που προσπαθούσα να μάθω για το σινεμά.
Κι όταν ακόμη άκουσα το όνομά του και διάβασα γι’ αυτόν, η ενημέρωσή μου ήταν καθαρά πληροφοριακή, αφού δεν είχα δει τις ταινίες του. 

Πρωτοείδα τις ταινίες του το 1991, όλες μαζί, με την ευκαιρία μιας εκδήλωσης που έκανε η κινηματογραφική λέσχη Νοσταλγία, ένα χρόνο μετά το θάνατό του. Από τη στιγμή εκείνη άρχισε να υπάρχει μια υπόγεια σχέση ανάμεσά μας. Οι ταινίες του, τα βιβλία του, οι συζητήσει για τη ζωή και το έργο του, με έκαναν να νιώθω πως είναι ένας δικός μου άνθρωπος. Έκτοτε ξαναείδα τις ταινίες του πολλές φορές είτε στην τηλεόραση, είτε στο βίντεο και κάθε φορά ένιωθα –και νιώθω-  την ίδια συγκίνηση και με τον ίδιο τρόπο με συγκλονίζει η μοναδική αισθητική των κάδρων του, ο μινιμαλισμός των εικόνων του και η αφοπλιστική ειλικρίνεια των χαρακτήρων του.
Νιώθω πως ο Τάκης, ήταν ένας άνθρωπος με τον οποίο θα μπορούσα να συνεννοηθώ περίφημα, να μοιραστώ μαζί του εικόνες κι οράματα, όνειρα και προσδοκίες.
Δυστυχώς, όμως, ο εξαιρετικός αυτός οραματιστής, ο ευγενής και ρομαντικός άνθρωπος, ο τελευταίος αληθινός ιππότης έφυγε πρόωρα και, επί πλέον, πικραμένος. Μερικές φορές σκέφτομαι πως η «έξοδός» του ίσως να ήταν και εθελούσια, καθώς έβλεπε γύρω του έναν κόσμο να σωριάζεται σε ερείπια και το νέο που χτιζόταν επάνω τους να μην έχει χώρο για έναν άνθρωπο της δικής του ιδιοσυγκρασίας.
Έτσι, όταν συζητήσαμε στην Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου για τις εκδόσεις μονογραφιών αφιερωμένες σε έλληνες σκηνοθέτες, αποφάσισα να αναλάβω το ρίσκο να επιμεληθώ αυτήν, για τον Τάκη Κανελλόπουλο.
Βέβαια, μερικά χρόνια πριν, είχε προηγηθεί η εξαιρετική έκδοση προς τιμήν του, που έκανε το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Σκέφτηκα πως δεν έπρεπε να γίνει κάτι παρόμοιο, αφού σε εκείνο το βιβλίο υπήρχαν εξαιρετικά κείμενα, σημαντικών ανθρώπων του κινηματογράφου που προσέγγιζαν το έργο του Τάκη Κανελλόπουλου από κάθε πλευρά. Κάπως έτσι κατέληξα στο κεντρικό κείμενο «Ακολουθώντας τα βήματα της Ιστορίας», που τοποθετεί το έργο του Κανελλόπουλου, μέσα στα πιο σημαντικά γεγονότα της ελληνικής ιστορίας των χρόνων που έζησε και με αναφορές στις πιο σημαντικές ταινίες αυτής της περιόδου.
Υπάρχει ακόμη το κείμενο του ηθοποιού και σκηνοθέτη Σταύρου Παρχαρίδη, «Το βλέμμα του Τάκη Κανελλόπουλου», ο οποίος αφηγείται με το δικό του στιλ τη γνωριμία του με το σκηνοθέτη σε μια εποχή που έψαχνε για ηθοποιούς για τη νέα του ταινία, μια ταινία που δεν έγινε ποτέ.
Περιλαμβάνεται ακόμη σε αυτήν την έκδοση, μία συνέντευξη, που τιτλοφορείται «Εικόνες σαν ανθρώπινο σώμα», με έναν νεαρό σκηνοθέτη, τον 25χρονο Μάριο Παπαγεωργίου, ο οποίος μιλά για το πώς αυτός, ένας νέος άνθρωπος, γνώρισε κι αγάπησε τον κινηματογράφο του Κανελλόπουλου.
Την έκδοση συμπληρώνει πρωτότυπο κείμενο του σκηνοθέτη Τάκη Χατζόπουλου, με τίτλο «Τα χρόνια του ‘Ουρανού’», που ήταν βοηθός του Κανελλόπουλου στον «Ουρανό», συνέντευξη με το σκηνοθέτη Μάρκο Χολέβα («Για έναν προσωπικό τρόπο κινηματογραφικής γραφής») που ήταν βοηθός του στο «Ρομαντικό σημείωμα», ενώ αναδημοσιεύονται τα κείμενα «Αναμνήσεις από τον Ουρανό» και «Ο Τάκης, η ελευθερία μας», των σκηνοθετών Δήμου Θέου και Κώστα Φέρρη αντίστοιχα, που είχαν γραφτεί για τον κατάλογο που κυκλοφόρησε με αφορμή αφιέρωμα στον Τάκη Κανελλόπουλο που διοργανώθηκε το 1991 από την κινηματογραφική λέσχη Νοσταλγία, στο πλαίσιο των Δημητρίων, κείμενα που είχαν ζητηθεί από τον υποφαινόμενο. Για το συγγραφικό έργο του σκηνοθέτη, ανα-δημοσιεύεται το κείμενο που είχα γράψει για το βιβλίο που εκδόθηκε από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ενώ παρουσιάζονται και αποσπάσματα από την τελευταία συνέντευξη του Κανελλόπουλου στο περιοδικό SL, που δημοσιεύτηκε μερικές μέρες μετά το θάνατό του.
Τελειώνοντας θα ήθελα να σημειώσω, πως ό,τι και να γραφτεί για τον Τάκη Κανελλόπουλο, όσοι άνθρωποι κι αν προσπαθήσουν να προσεγγίσουν το έργο του με κείμενα, τίποτε δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις ίδιες τις εικόνες του. Η μοναδική παρακαταθήκη μας είναι οι ταινίες του, και ο μόνος ρόλος που μπορεί να παίξει ένα βιβλίο σαν κι αυτό, είναι να παροτρύνει όσους και όσες το διαβάσουν, να τις αναζητήσουν. Και τότε θα νιώσουν την αλήθεια του σκηνοθέτη και το μεγαλείο των εικόνων του.
                             
                                                                             Στράτος Κερσανίδης
                                                                  (Θεσσαλονίκη 4 Φεβρουαρίου 2005)
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΒΙΟ-ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ
Μια παρένθεση στο χρόνο ή μια σύντομη εκδρομή στη ζωή
Ο ουρανός συνωμότησε ώστε ο Τάκης Κανελλόπουλος να γεννηθεί τη μέρα που η αγαπημένη γενέθλια πόλη γιόρταζε.
Ήταν η 26η Οκτωβρίου 1933 και η Θεσσαλονίκη γιόρταζε σημαιοστολισμένη και εν μέσω στρατιωτικών εμβατηρίων την επέτειο της απελευθέρωσής της. Στην πόλη αυτή πέρασε τα παιδικά του χρόνια, ανάμεσα στις ζωντανές μνήμες της Ιστορίας, πατώντας στα ίδια μέρη όπου πάτησαν άνθρωποι από διάφορες φυλές και θρησκείες που διασταυρώθηκαν εδώ, έζησαν και πέθαναν και της έδωσαν τη σημερινή της φυσιογνωμία. Ο μικρός Τάκης ευαίσθητος δέκτης αυτής της όμορφης και πλούσιας κληρονομιάς, ρούφηξε με πάθος τα «αρώματά» της και τα μετέτρεψε μέσα του σε μια δυνατή αγάπη, που την κράτησε αναλλοίωτη μέχρι το τέλος της ζωής του. Ακόμη κι όταν η πόλη δεν του ανταπέδωσε την αγάπη του…
Στους ίδιους αυτούς δρόμους, όμως, ο Τάκης Κανελλόπουλος, μικρός ακόμη έχασε σε ατύχημα το πόδι του, μένοντας ανάπηρος, κάτι που τον σημάδεψε σε όλη του τα ζωή. «(…) είχε κάνει πολλές προσπάθειες να ξεπεράσει την αναπηρία του, οδηγούσε αυτοκίνητο, κολυμπούσε καλά, χόρευε, αλλά το ψυχικό τραύμα είχε μείνει», γράφει η Ροζίτα Σώκου. Κι αυτό το τραύμα τον συνόδεψε μέχρι το τέλος, επηρεάζοντας συχνά και τη συμπεριφορά του.
Τελείωσε το Αμερικανικό Κολέγιο Ανατόλια, και το μάθημα που αγαπούσε πιο πολύ, ήταν η Έκθεση. Μάλιστα, σε ηλικία 18 ετών, κέρδισε το πρώτο βραβείο σε πανελλήνιο διαγωνισμό Έκθεσης, με θέμα «Η 25η Μαρτίου 1821» που είχε προκηρύξει το υπουργείο Παιδείας.
Από μικρός ήθελε να γίνει δημοσιογράφος και, σε νεαρή ηλικία, φαίνεται πως το όνειρό του πραγματοποιείται. Πιάνει δουλειά στην εφημερίδα «Ελληνικός Βορράς», αλλά, μετά από ένα διάστημα την εγκαταλείπει απογοητευμένος. Ο ίδιος γράφει γι’ αυτήν την περίοδο της ζωής του: «Ονειρευόμουν από μικρός να γίνω δημοσιογράφος της φωτιάς. Να πηγαίνω σε πολέμους και επαναστάσεις. Εργάστηκα ένα χρόνο σε εφημερίδα. Δε μου δόθηκε τέτοια δυνατότητα. Τα εγκατέλειψα. Σκέφτηκα να γίνω σκηνοθέτης του κινηματογράφου».
Κι έτσι βρέθηκε στην Αθήνα, να σπουδάζει σκηνοθεσία. Στη συνέχεια, έφυγε για τη Γερμανία, όπου συνέχισε για δύο ακόμη χρόνια τις κινηματογραφικές του σπουδές, στο Μπαβάρια Στούντιο του Μονάχου. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, εργάστηκε για ένα χρόνο στο Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (Ε.Ι.Ρ.) ως ραδιοσκηνοθέτης.
Βρισκόμαστε στο 1960 όταν ο Τάκης Κανελλόπουλος κάνει τη εμφάνισή του στο χώρο του κινηματογράφου, μια εμφάνιση θριαμβευτική. Παρουσιάζει στην 1η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη το ντοκιμαντέρ «Μακεδονικός γάμος» και εντυπωσιάζει. Ανατρέποντας κάθε προγνωστικό, κερδίζει το βραβείο στην κατηγορία των ταινιών μικρού μήκους. Τον επόμενο χρόνο, παρουσιάζει ένα άλλο ντοκιμαντέρ, τη «Θάσο» το οποίο αφήνει άριστες εντυπώσεις δίνοντάς του πλέον μία θέση στον ελληνικό κινηματογράφο.
Όμως η θέση του εδραιώθηκε το 1962, όταν αφήνει τους πάντες άφωνους με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, «Ουρανός». Ο «Ουρανός» κερδίζει στην 3η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου το βραβείο φωτογραφίας και, τον επόμενο χρόνο. Εκπροσωπεί την Ελλάδα στο Φεστιβάλ των Κανών. Η εφημερίδα «Ομπσέρβερ» τοποθετεί την ταινία ανάμεσα στις 10 καλύτερες του 1963, ενώ ο Κανελλόπουλος καλείται να πάρει μέρος σε μια σειρά από ξένα φεστιβάλ. Στη Νάπολη κερδίζει την Ασημένια Σειρήνα, κι ο Φεντερίκο Φελίνι που βλέπει την ταινία, δηλώνει πως είναι εξαιρετική. Οι κριτικοί και οι θεωρητικοί του κινηματογράφου τοποθετούν τον «Ουρανό» ανάμεσα στις καλύτερες αντιπολεμικές ταινίες σε παγκόσμιο επίπεδο.
Τη σκυτάλη της επιτυχίας παίρνει το 1966 η αριστουργηματική «Εκδρομή», μια σπαρακτική ερωτική ιστορία που χαρίζει στο σκηνοθέτη τιμητική διάκριση στο 7ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου (μετεξέλιξη τα Εβδομάδας Ελληνικού Κινηματογράφου) της Θεσσαλονίκης και το Βραβείο Φωτογραφίας. Η ιταλική εφημερίδα «Αβάντι» γράφει πως ο Κανελλόπουλος με την «Εκδρομή», κερδίζει επάξια μια σημαντική θέση ανάμεσα στους πιο μοντέρνους σκηνοθέτες της γενιάς του.
Το 1968, έρχεται μια ακόμη εξαιρετική ταινία, η «Παρένθεση», με την οποία ο Τάκης Κανελλόπουλος κερδίζει στο 9ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το βραβείο Καλύτερης Καλλιτεχνικής ταινίας από την κριτική επιτροπή και βραβεία φωτογραφίας και σκηνοθεσίας από τους κριτικούς κινηματογράφου.
Το 1969 με το ντοκιμαντέρ «Καστοριά», βραβεύεται και πάλι την αντίστοιχη κατηγορία.
Εκτός από τα βραβεία αυτά, ο Κανελλόπουλος έχει βραβευτεί σε φεστιβάλ στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη ενώ έχει πάρει επαίνους στη Μόσχα, το Βερολίνο, τη Μαδρίτη και το Βελιγράδι.
Τα χρόνια περνούν, και οι αλλαγές που έρχονται επηρεάζουν και τον ελληνικό κινηματογράφο. Σχεδόν απαρατήρητη πέρασε η ρομαντική «Τελευταία άνοιξη», το 1972. Το 1976, με το «Χρονικό μιας Κυριακής» αντιμετωπίζεται με απρέπεια από τον κοινό στο Φεστιβάλ, ενώ οι κριτικές δε είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές. Πεισματάρης ο Κανελλόπουλος δεν υποχωρεί και το 1978 επιστρέφει με το «Ρομαντικό σημείωμα». Η ίδια αντιμετώπιση. Δύο χρόνια μετά, το 1980, επανέρχεται με την τελευταία του κατάθεση, τη «Σόνια», που όμως ούτε κι αυτή κατάφερε να αγγίξει το κοινό. Οι αποδοκιμασίες του κοινού τον πίκραναν για μια ακόμη φορά.
Ακολούθησε η σιωπή. Ο Τάκης Κανελλόπουλος, μόνος στο αγαπημένο του στέκι στην παραλία της Θεσσαλονίκης, αγναντεύει το Θερμαϊκό, καπνίζει κι ονειρεύεται, γράφει δεκάδες νουβέλες και διηγήματα, και σχεδιάζει την επόμενη ταινία του. Θα είχε τίτλο «Ο χτεσινός κόσμος» και θα ήταν τριάντα τρίλεπτες ιστορίες, μικρές σαν αυτές που έγραφε…
Η ταινία δεν έγινε ποτέ. Τα δέκα εκατομμύρια δραχμές (30.000 ευρώ) που ήθελε δεν είχαν εγκριθεί από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου.
Ο Τάκης Κανελλόπουλος πέθανε πικραμένος, στις 21 Σεπτεμβρίου 1990. Ήταν 57 ετών.
Τη μέρα του θανάτου του ανακοινώθηκε πως εγκρίθηκαν τα χρήματα που είχε ζητήσει…   
ΦΙΛΜΟΓΡΑΦΙΑ ΤΑΚΗ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΥ

1960
ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΓΑΜΟΣ
Σενάριο: Τάκης Κανελλόπουλος
Φωτογραφία: Ιάκωβος Παϊρίδης
Μοντάζ: Τάκης Κανελλόπουλος
Παραγωγή: Παναγιώτης Χαρατσάρης
35 χιλ.
Ασπρόμαυρη
Διάρκεια: 24 λεπτά
Α΄ Βραβείο Ταινίας Μικρού Μήκους στην 1η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη, το 1960
Α΄ Βραβείο στο Φεστιβάλ του Βελιγραδίου

1961                                                                                                             
ΘΑΣΟΣ
Σενάριο: Τάκης Κανελλόπουλος
Φωτογραφία: Τζέρυ Καλογεράτος
Μοντάζ: Τάκης Κανελλόπουλος
Παραγωγή: Βασιλεία Δρακάκη
35 χιλ.
Ασπρόμαυρη
Διάρκεια: 20 λεπτά
Ειδικός Έπαινος στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου ης Μόσχας, το 1961

1962
ΟΥΡΑΝΟΣ
ouranos001.jpgΣενάριο: Γιώργος Κιτσόπουλος, Τάκης Κανελλόπουλος
Διεύθυνση φωτογραφίας: Γρηγόρης Δανάλης, Τζοβάνι Βαριάνο
Οπερατέρ: Συράκος Δανάλης
Μοντάζ: Τάκης Κανελλόπουλος
Μουσική: Αργύρης Κουνάδης
Ηχοληψία: Νίκος Δεσποτίδης
Βοηθοί σκηνοθέτη: Τάκηςχατζόπουλος, Δήμος Θέος
Παραγωγή: Βασιλική Ζερβού-Δρακάκη
Ηθοποιοί: Αιμιλία Πίττα, Τάκης Εμμανουήλ, Φαίδων Γεωργίτσης, Ελένη Ζαφειρίου, Νίκη Τριανταφυλλίδη, Λαμπρινή Δμητριάδου, Λάζος Τερζάς, Κώστας Μεσσάρης, Κώστας Αγγέλου, Χριστόφορος Μάλαμας, Στεύρος Τορνές, Κώστας Καραγιώργης, Νίκος Τσαχιρίδης
35 χιλ.
Ασπρόμαυρη
Διάρκεια: 80 λεπτά
1966
ΕΚΔΡΟΜΗ
ekdromi001.jpgΣενάριο: Γιώργος Κιτσόπουλος
Διεύθυνση φωτογραφίας: Συράκος Δανάλης
Μοντάζ: Τάκης Κανελλόπουλος
Μουσική: Νίκος Μαμαγκάκης
Ηχοληψία: Νίκος Δεσποτίδης
Διεύθυνση παραγωγής: Κώστας Κανελλόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Απόστολος Κρυωνάς
Παραγωγή: Κώστας Κανελλόπουλος
Ηθοποιοί: Λίλυ Παπαγιάννη, Κώστας Καραγιώργης, Άγγελος Αντωνόπουλος, Κώστας Λαχάς, Πόπη Πασχαλίδου, Δημήτρης Παπαδόπουλος
35 χιλ.
Ασπρόμαυρη
Διάρκεια: 85 λεπτά

1968
ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ
par001.jpgΣενάριο: Γιώργος Κιτσόπουλος, από το θεατρικό έργο του Νόελ Κάουαρντ «Still life».
Διεύθυνση φωτογραφίας: Σταμάτης Τρίπος, Συράκος Δανάλης
Μοντάζ: Τάκης Κανελλόπουλος, Γιώργος Τριανταφύλλου
Μουσική: Νίκος Μαμαγκάκης
Ηχοληψία: Γιάννης Σμυρναίος
Βοηθοί σκηνοθέτη: Απόστολος Κρυωνάς, Τάκης Καρπερίδης
Παραγωγή: Τάκης Κανελλόπουλος
Ηθοποιοί: Άγγελος Αντωνόπουλος, Αλεξάνδρα Λαδικού.
35 χιλ.
Ασπρόμαυρη
Διάρκεια: α) 62 λεπτά
                  β) 90 λεπτά
Βραβείο Καλύτερης καλλιτεχνικής ταινίας, φωτογραφίας (Σταμάτης Τρίπος, Συράκος Δανάλης) και σκηνοθεσίας από τους κριτικούς κινηματογράφου, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1968.
1969

ΚΑΣΤΟΡΙΑ
Σενάριο: Τάκης Κανελλόπουλος
Φωτογραφία: Γιώργος Αντωνάκης
Μοντάζ: Τάκης Κανελλόπουλος
Παραγωγή: Γιώργος Νάσιουτζικ
35 χιλ.
Διάρκεια: 24 λεπτά
Α΄ βραβείο ντοκιμαντέρ μικρού μήκους στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το 1969.

1972
Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΟΙΞΗ
anoixi001.jpgΣενάριο: Τάκης Κανελλόπουλος
Διεύθυνση φωτογραφίας: Γρηγόρης Δανάλης
Παραγωγή: Φίνος Φιλμ, Τάκης Κανελλόπουλος
Ηθοποιοί: Αιμιλία Υψηλάντη, Γιώργος Φουρνιάδης, Βασίλης Πλατάκης, Άκης Περγαντής, Παναγιώτης Πατσουράκης
35 χιλ.
Ασπρόμαυρο
Διάρκεια: 90 λεπτά
1975

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
xroniko001.jpgΣενάριο:Τάκης Κανελλόπουλος
Διεύθυνση φωτογραφίας: Γιώργος Χριστοφορίδης
Μοντάζ: Τάκης Κουμουνδούρος
Μουσική: Ελένη Καραϊνδρου
Ηχοληψία: Θανάσης Γεωργιάδης
Βοηθός σκηνοθέτη: Άρης Καραϊσκάκης
Παραγωγή: Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, Γιώργος Κανελλόπουλος
Ηθοποιοί: Θάνος Τζενεράλης, Πόπη Άλβα, Γιώργος Φουρνιάδης, Λίνα Λαμπράκη, Αντώνης Θεοδωρακόπουλος, Δώρα Σιτζάνη, Αφροδίτη Ιωαννίδου, Νίκος Βρεττός, Βασίλης Κανδρής, Γιάννης Μάττης, Τασσώ Καββαδία, Σάντρα Λαμπρίδη, Γιώργος Μετζόλης, Δημήτρης Πετρόπουλος, Αλέκος Ιορδανίδης, Ρένος Φέσας, Αφροδίτη Τζοβάνι, Γιώργος Λέφας, Στέλλα Παπαδημητρίου, Θόδωρος Ραπτόπουλος
35 χιλ.
Ασπρόμαυρο
Διάρκεια: 78 λεπτά  

1978
ΡΟΜΑΝΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
romantiko001.jpgΣενάριο: Τάκης Κανελλόπουλος
Διεύθυνση φωτογραφίας: Χρήστος Τριανταφύλλου
Μοντάζ: Τάκης Κανελλόπουλος
Κοστούμια: Τάκης Κανελλόπουλος
Μουσική: Άκης Κακαλιάγκος
Ηχοληψία: Θανάσης Αρβανίτης
Βοηθοί σκηνοθέτη: Δημήτρης Γκιολέκας, Μάρκος Χολέβας
Παραγωγή: Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, Τάκης Κανελλόπουλος
Ηθοποιοί: Μάκης Νάκας, Σωτήρης Σολωμός, Κώστας Βλάχος, Γιώργος Φουρνιάδης, Κώστας Λαχάς, Γιώργος Μάζης, Μαρία Περδίκη, Κώστας Σιμενός
35 χιλ.
Χρωματιστή
Διάρκεια: 84 λεπτά
Τιμητική διάκριση για τη φωτογραφία (Χρήστος Τριανταφύλλου) στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1978.

1980
ΣΟΝΙΑ
sonia001.jpgΣενάριο: Τάκης Κανελλόπουλος
Διεύθυνση φωτογραφίας: Σταμάτης Τρίπος
Μοντάζ: Τάκης Κανελλόπουλος, Μπάμπης Αλέπης
Κοστούμια: Άκης Αθανασόπουλος
Μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος
Ηχοληψία: Θανάσης Γεωργιάδης
Βοηθός σκηνοθέτη: Δημήτρης Γκιολέκας
Παραγωγή: Γιώργος Κανελλόπουλος
Ηθοποιοί: Σπύρος Φωκάς, Αντιγόνη Δουδούμη, Κώστας Λαχάς, Λίνα Λαμπράκη, Κώστας Μάζης, Χριστίνα Κατσερώνη, Γιασεμής Αποστολίδης, Άκης Λάσκαρης
35 χιλ.
Χρωματιστό
Διάρκεια: 75 λεπτά

ΤΟ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟ
Ο Τάκης Κανελλόπουλος μπροστά σ’ ένα κομμάτι χαρτί
 «Το πρώτο διήγημα γράφτηκε κοντά ση θάλασσα που τόσο αγάπησα. Είχα κολυμπήσει όλη μέρα στα ανοιχτά της θάλασσας… Ύστερα ξάπλωσα στην άμμο. Και ο ήλιος έκαιγε τα μάτια μου. Αι η κόκα-κόλα ήταν παγωμένη. Κάπνιζα πολύ, καθώς η Γερμανίδα με τα μπλε μάτια, τα ξανθά μαλλιά, το άσπρο μαγιό, μαζί με τον ήλιο έκαιγαν το κορμί του, πρωτοέγραψα σε 1 ώρα το πρώτο διήγημά μου. Τη ‘Ρομαντική συννεφιά’. Εκείνη την ζεστή νύχτα του 1982 στο μικρό ξενοδοχείο. Την ξύπνησα και της το διάβασα. Έκλαψε και ύστερα με φίλησε στους ώμους»          
                                                   (Τάκης Κανελλόπουλος, «Σας διηγούμαι», πρόλογος)

Η πρόκληση του λευκού. Σαν άγνωστη ήπειρος που σε προσμένει να την κατακτήσεις. Το λευκό είναι το «τίποτα», είναι η «αρχή», που μπορεί να γίνει «τα πάντα».
Η λευκή οθόνη του σινεμά, μόλις πέσουν πάνω της οι εικόνες, ζωντανεύει. Κινείται, αναπνέει, ακούς τους ήχους της καρδιάς της…
«Μου πήραν μια συνέντευξη. ‘Πως γυρίζεται μια ταινία;’, ‘Μα είναι απλό’ είπα. ‘Σε τι συνίσταται η επιτυχία μιας ταινία;’, ΄Στην ψυχή της’ είπα». (από τις «Καθημερινές ιστορίες»).
Η λευκή σελίδα του χαρτιού μοιάζει με την οθόνη. Οι λέξεις που γράφονται, καταργούν την ανυπαρξία της λευκότητας, γίνονται τα όργανα ενός ζωντανού οργανισμού…
«Τα χρόνια έχουν περάσει… Έχω πολύ καιρό που αρνήθηκα τον κινηματογράφο, και το μόνο που κάνω –ανάμεσα σε άλλα-, είναι να γράφω διηγήματα». (από τις «Καθημερινές ιστορίες»).
Το λευκό δεν υπάρχει πια. Έγινε εικόνα, κίνηση, ρυθμός, νόημα.
Τάκης Κανελλόπουλος, σκηνοθέτης.
Τάκης Κανελλόπουλος, συγγραφέας.
Από την οθόνη στο χαρτί
«Εγκατέλειψα τον κινηματογράφο το 1982. Όχι από πίκρα ή άλλη αιτία, αλλά διότι σκέφτηκα ότι θα βρω μεγαλύτερη ευτυχία στο γράψιμο. Έγραψα από το 1982 ως το 1985 πάνω από 490 διηγήματα. (…) Τα διηγήματά μου, αν τα χαρακτηρίσω με μία φράση, θα πω: ‘έχουν όλο το μεγαλείο της ψυχής’». («Σας διηγούμαι», πρόλογος).
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του Κανελλόπουλου, η χρονική στιγμή που αποφασίζει ν’ αφήσει την κάμερα και να πιάσει το στιλό, είναι το 1982. Από τότε γράφει ακατάπαυστα, μέχρι το θάνατό του.
Γράφει διηγήματα –άλλοτε μικρά, άλλοτε λίγο μεγαλύτερα- κι αφηγήματα όπου το διήγημα συναντά τον ποιητικό λόγο. Σε όλα, όμως, διακρίνουμε την ίδια αγωνία, το ίδιο όραμα, τον ίδιο κόσμο –τον κόσμο που «ονειρεύτηκε και δεν υπάρχει».
Οι ήρωες
Φιγούρες που μοιάζουν να κολυμπούν στην αχλύ ενός κόσμου φανταστικού. Όπως στις ταινίες του, έτσι και στα βιβλία του, ο Κανελλόπουλος μεγεθύνει τα πράγματα, δίνει μεγαλείο στις μικρές κρυφές επιθυμίες των ανθρώπων. Έτσι, όλοι εκείνοι οι απλοί άνθρωποι για τους οποίους μιλά, εξιδανικεύονται κι ανεβαίνουν ένα σκαλοπάτι παραπάνω απ’ τους υπόλοιπους, γιατί τολμούν να γευτούν την κάθε στιγμή που τους χαρίζει η ζωή. Κι όπως το ζευγάρι που στην «παρένθεση» θα ζήσει μια ερωτική ιστορία λίγων μόνον ωρών, χωρίς υποσχέσεις για το μέλλον, έτσι και σε πολλά από τα διηγήματά του: με το τρένο να φύγει η ερωμένη της «παρένθεσης», με το τρένο θα φύγει και η ερωμένη του διηγήματος «Ρομαντική συννεφιά» (από το βιβλίο «Σας διηγούμαι»):
«‘Από τους εραστές που είχα, θα είσαι ο πιο αγαπημένος. Τουλάχιστον για πολύ καιρό’ του είπε. ‘Από τις ερωμένες που είχα, θα είσαι η πιο αγαπημένη. Για πάντα’ απήντησε.(…) Τον κοίταξε για τελευταία φορά, πριν ανέβει στο τρένο. ‘Η άλλη που θα έρθει, ίσως να είναι πιο τυχερή από εμένα’ του είπε. Την αγκάλιασε δυνατά. Τον αισθάνθηκε να τρέμει ολόκληρος. (…) Το τρένο ξεκίνησε. Τότε της φώναξε με απέραντη τρυφερότητα και έρωτα: ‘Αντίο. Είμαι σίγουρος πως σου άρεσε, και πάντα θα σου αρέσει, η ρομαντική συννεφιά’».
Η έννοια της ουτοπίας που συναντάμε στην «Εκδρομή», με την ανεκπλήρωτη επιθυμία της ηρωίδας που ακούγεται στα λόγια «Θέλω να πάμε μια εκδρομή», συναντιέται, έστω και μέσα σε μία φράση, στο διήγημα «Το άσπρο ταγιέρ» (από το βιβλίο «Ένας ειδωλολάτρης»). Κι αν η απραγματοποίητη εκδρομή της ταινίας καταλήγει σε μια φυγή προς το θάνατο, στο διήγημα τα πάντα τελειώνουν μέσα σε λίγες λέξεις: «‘Πάμε μια εκδρομή’; τη ρώτησε. ‘Ποτέ δεν θα πάμε εκδρομή.’ ‘Όλο όχι λες’».
Ο Κανελλόπουλος κινηματογραφεί και γράφει για τη μοναξιά και τον απελπισμένο έρωτα. Όπως, λοιπόν, στον «Ουρανό», την «Εκδρομή», την «Παρένθεση», τη «Σόνια» και τις άλλες ταινίες του, έτσι και στα διηγήματά του οι ήρωές του αιμορραγούν, πονούν και παθιάζονται, θαρρείς κι επιδιώκουν τον πόνο και την οδύνη. «Ερωτευόμαστε γιατί ποθούμε την οδύνη του μελλοντικού χωρισμού», λέει ο Κανελλόπουλος, και τα λόγια του αυτά διατρέχουν ολόκληρο το έργο του.
Τα θέματα
Οι ήρωες του Κανελλόπουλου είναι οι φορείς των θεμάτων που τον απασχολούν. «Ήταν θεϊκή ή διαβολική η αγκαλιά της;» αναρωτιέται σ’ ένα διήγημά του. Εμείς δεν μπορούμε να δώσουμε την απάντηση, αλλά σίγουρα μπορούμε, ξεκινώντας απ’ αυτό, να πούμε πως η Γυναίκα καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος από τα γραπτά του, όπως κι από τις ταινίες του –μια Γυναίκα σε όλες της τις μορφές: όμορφη, τρυφερή, ερωτική, ευγενική, απόμακρη, σκληρή, αμείλικτη, καταστροφική. Μια απ’ αυτές είναι και η «Δίδα Άννα», τίτλος διηγήματός του που περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Ένας ειδωλολάτρης». Εδώ η γυναίκα συνυπάρχει με το αιώνιο θέμα του χωρισμού:
«Κολυμπήσαμε ξανά στο Φάληρο. Είχε μοναδικά ωραία ζέστη. Είναι μικρό το ταβερνάκι. Μύδια, καλαμαράκια, γαρίδες και σαλάτες. Κρασί και μεθύσι. Το αλάτι είναι ακόμα στο σώμα σου από το πολύωρο κολύμπι. Μεθάω. Μεθάς. Οι δυο μας. Κανείς άλλος. Κάναμε έρωτα οι δυο μας. Τα σώματά μας. Τα τρελά φιλιά σου. Μεθάω. Γελάς. Μεθάω. Με κοροϊδεύεις. Παίζεις. Με κοιτάς γλυκά, με ειρωνεύεσαι παιδικά. Είναι μια Αθηναία τόσο ωραία, είναι μια Αθηναία τόσο ωραία. Ντύσου. Φεύγουμε. Δεν πρέπει να αργήσω άλλο, Άννα, έχεις πυρετό; Τι είναι αυτά που λες για μεγάλες αγάπες; Τι είναι αυτά που λες ότι θα μ’ αγαπάς μέχρι να πεθάνεις; Έχεις πυρετό; Γιατί ορκίζεσαι στο όνομά μου; Γιατί με ρωτάς ‘για πάντα’; Αφού, έτσι κι αλλιώς, σε λίγες μέρες χωρίζουμε… Γιατί μου λες πως δεν θα αγαπήσεις άλλον; Γιατί τόσα ψέματα; Δεν φταίω εγώ που σε αγάπησα, Άννα. Γιατί με βασανίζεις; Τι θέλεις; Να σε σκέφτομαι; Να μη ζω όταν φύγεις; Έχεις πυρετό; Θέλεις να με καταστρέψεις; Γιατί λες, δεν υπήρξε, δεν υπάρχει και δεν θα υπάρχει ποτέ άλλος από μένα; Έχεις πυρετό, Άννα; Άννα, θυμάσαι; Τελείωσε η ιστορία μας με το άσπρο σου φόρεμα και το άσπρο μικρό σου καπέλο; (…) Ήταν μια ιστορία που κράτησε ακριβώς δέκα μέρες, έντεκα νύχτες, εφτά ώρες και δεκατέσσερα λεπτά». 
Ο Τάκης Κανελλόπουλος μισεί τον πόλεμο. Για το αντιπολεμικό του αριστούργημα «Ουρανός», ο Ηλίας Πετρόπουλος έγραψε το 1962 στο περιοδικό «Διάλογος»: «Στον ‘Ουρανό’ δεν έχουν θέση οι αξιωματικοί, ο δε εχθρός είναι αδιάφορος και ασφαλώς εξίσου δυστυχής». Η κατάργηση του όρου «εχθρός» εμφανίζεται με σαφήνεια στο διήγημα «Ένας αμερικανός δημοσιογράφος» (από το βιβλίο «Η ευτυχισμένη Σιμόν»):
«Πήγαινε κάθε μέρα και μιλούσε με τον αιχμάλωτο… Ο αιχμάλωτος τον αντιμετώπιζε σαν εχθρό… Ο Τζων στις ανταποκρίσεις του δεν ανέφερε τίποτε για τον αιχμάλωτο και τις συνομιλίες τους. Απόψε βρέχει… καταρρακτώδη βροχή… Ο Τζων δίνει το αδιάβροχό του στον αιχμάλωτο. Εκείνος το πετάει κάτω…
‘Μίσος;’. ρωτάει ο Τζων.
‘Πίστη’ απαντάει ο αιχμάλωτος.
Ο Τζων δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα…
‘Οι μάχες συνεχίζονται λυσσασμένα… Δεν υπάρχει τίποτα το ανθρώπινο σ’ αυτόν τον πόλεμο’ γράφει ο Τζων.
‘Εξ άλλου, δεν υπήρξε ποτέ σε κανέναν πόλεμο τίποτα το ανθρώπινο’ συνεχίζει να γράφει ο Τζων…
‘Δεν είμαι ρομαντικός’ είπε ο αιχμάλωτος.
‘Νομίζεις ότι εγώ είμαι;’ Είπε ο Τζων.
Για πρώτη φορά ο αιχμάλωτος χαμογέλασε και δεν είπε τίποτα…»
Συνοψίζοντας τη θεματογραφίας του Τάκη Κανελλόπουλου, μπορούμε να πούμε πως γράφει για τον έρωτα, τον ιδανικό έρωτα, αυτόν που οδηγεί στο χωρισμό, αποφεύγοντας τη φθορά της καθημερινής σύμβασης. Γράφει ακόμα για τον πόλεμο και την ελευθερία, για την ομορφιά της ζωής και τη φιλία, για την ευγένεια και την αξιοπρέπεια.
Η αυτοκτονία
«Ένας φίλος αυτοκτόνησε πριν είκοσι χρόνια…». Έτσι αρχίζει η 50η ιστορία του βιβλίου «καθημερινές ιστορίες». Και δεν είναι λίγες οι φορές που οι ήρωες του Κανελλόπουλου αυτοκτονούν. Πάντοτε, όμως, πίσω απ’ τον ηθελημένο θάνατο κρύβεται η περηφάνια, το μεγαλείο και η αυτογνωσία. Κανείς δεν αυτοκτονεί από δειλία, αλλά από γενναιότητα. Όπως εκείνος ο συνταγματάρχης στην 30η ιστορία του ίδιου βιβλίου, που διαλέγει να πεθάνει το Πάσχα, ενώ μαίνεται ο Εμφύλιος, παρά να πολεμήσει τα’ αδέλφια του.
«Άννα. Είναι νύχτα. Σε λίγο αυτοκτονώ» γράφει ο Έκτορας στη «Δίδα Άννα». Το ίδιο κάνει και ο Τζων, στον «Αμερικανό δημοσιογράφο», το ίδιο κι ο ταγματάρχης στον «καιρό του Εμφυλίου», το ίδιο κι ο ήρωας της «Γιορτής των γενναίων που, αναφωνώντας «Ζήτω οι γενναίοι!», τινάζει τα μυαλά του στον αέρα. Υπάρχει, μάλιστα, κι ένα διήγημα [που τιτλοφορείται «Η αυτοκτονία» (στο βιβλίο «Ένας ειδωλολάτρης»), όπου ο ήρωας «άναψε το φως, πήρε το περίστροφο και πυροβόλησε στην καρδιά του», αφού προηγουμένως «αυτήν τη γυναίκα που είχε γνωρίσει πριν δέκα χρόνια κοντά στη θάλασσα, αυτήν είχε σκοτώσει».
Σαν σινεμά
Ο Τάκης Κανελλόπουλος γράφει σαν να κινηματογραφεί. Τα διηγήματά του μπορούν να γίνουν περίφημα σενάρια. Οι προτάσεις είναι μικρές, σαν ανάσες μετά από τρέξιμο, οι λέξεις, απλές, δεν υπάρχουν κοσμητικά επίθετα ή παρομοιώσεις, γιατί δεν είναι λεξιπλάστης, αλλά δημιουργός εικόνων. Έτσι, όταν οι εικόνες του δεν γίνονται κινηματογράφος, γίνονται διηγήματα. Αυτό σημαίνει μιας αφήγηση κινηματογραφική –με σεκάνς, σκηνές, διαλόγους.
Σχεδόν πάντοτε, ο λόγος του είναι ποιητικός, τόσο ως περιεχόμενο όσο και ως δομή –όπως ακριβώς και οι ταινίες του.
Ποιητής και ρομαντικός στη ζωή, ποιητής και ρομαντικός στο σινεμά και στη γραφή, ταυτόχρονα, όμως, και μαχητής –άλλοτε με την κάμερα, άλλοτε με την πένα κι άλλοτε με την προσωπική του στάση.
Ο Κανελλόπουλος, περήφανος και γενναίος, όπως και ήρωές του, δε συνθηκολογεί, αντιμετωπίζει τη ζωή με γενναιότητα. Πουθενά δεν υοπάρχει η ήττα, παρά μόνο σαν μια στιγμιαία υποχώρηση μέχρι την επόμενη μάχη.
Ο ίδιος γράφει στο διήγημα «Έμαθα να πολεμώ»:
«Αυτός είναι ο πόλεμος. Έτσι πολέμησα. Έτσι έζησα. Έτσι συνεχίζω. Καμία δύναμη δεν μπορεί να με σταματήσει. Γεννήθηκα για να πολεμώ. Τις περισσότερες φορές νικώ. Κι όταν χάνω, ξέρω να είμαι ένας γενναίος παίκτης».   (Το κείμενο αυτό πρωτο-δημοσιεύτηκε στο βιβλίο για τον Τάκη Κανελλόπουλο που εκδόθηκε από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το 1997).

Τα βιβλία του Τάκη Κανελλόπουλου:»Καθημερινές Ιστορίες», «Ρομαντικό Σημείωμα», «Άντζελα (Μια ερωτική επιστολή)», «Η Αμερικανική Γοητεία», «Σας Διηγούμαι (Αφηγήσεις ερωτικές και άλλες)», «Νύχτες Μόσχας»,  «Γράμμα Σε Μια Αξιολάτρευτη Πόρνη», «Το Τρελό Διαμάντι»,  «Μια Νύχτα Φιλίας Με Τον Λούις Άρμστρονγκ», «Γκλόρια», «Ένας Ειδωλολάτρης», «Κλαιρ», «Το Τσάι Που Δεν Ήπιαμε Μαζί», «Ένας Αμερικανός Δημοσιογράφος», «Ντέμπορα», «Για Το Ανθρώπινο Μεγαλείο», «Η Ευτυχισμένη Σιμόν».
Η τελευταία συνέντευξη του Τάκη Κανελλόπουλου
Η ύλη των μηνιαίων περιοδικών «κλείνει» αρκετές μέρες –συχνά εβδομάδες- πριν από την κυκλοφορία τους. Έτσι, όταν στο τεύχος Οκτωβρίου του 1990 του περιοδικού SL, δημοσιεύτηκε η συνέντευξη του Τάκη Κανελλόπουλου, εκείνος ήδη είχε «φύγει». Αυτό σημειώνει, άλλωστε, και ο δημοσιογράφος Χρήστος Παπαρίδης που πήρε τη συνέντευξη, στην εισαγωγή: «Το νέο του θανάτου του Τάκη Κανελλόπουλου έφτασε στο SL –κυριολεκτικά- σαν κεραυνός εν αιθρία. Είχαμε ετοιμάσει αυτό το μικρό αφιέρωμα που ακολουθεί και η Χρύσα Κυριακίδου, παλιά και αγαπημένη του φίλη, ήταν χαρούμενη που θα τιμούσε την ξεχωριστή αυτήν προσωπικότητα της πόλης μας. Έτσι, η συνέντευξη έμελλε να είναι η τελευταία του, το αφιέρωμα ο τελευταίος κρίκος μιας μακρόχρονης φιλίας, το τέλος οδυνηρό. Αφήνει όμως πίσω του ‘τριανταφυλλιές και θάλασσες’. Όπως το έλπιζε κι ο ίδιος. Κι αυτό είναι πράγματι σπουδαίο».
Στη συνέχεια ακολουθεί ένα συνοπτικό κείμενο για το έργο του κι ύστερα η συνέντευξη.
Απαντώντας στις ερωτήσεις του δημοσιογράφου, Χρήστου Παπαρίδη, ο Τάκης Κανελλόπουλος, είχε μιλήσει για πολλά. Για τη Θεσσαλονίκη, τον κινηματογράφο, το όνειρό του να γίνει δημοσιογράφος, για την Ελλάδα.
Όταν ρωτήθηκε για το Μιχάλη Κακογιάννη και για το γεγονός πως είχε παρακολουθήσει τα γυρίσματα της «Στέλλας», ο Κανελλόπουλος βρήκε την ευκαιρία και μίλησε για τους σκηνοθέτες και τις ταινίες που αγαπά:
«Ναι, είχα την τύχη να είμαι εκεί, στη δημιουργία αυτού του αριστουργήματος», λέει για τη «Στέλλα». Και συνεχίζει: «Ο Μιχάλης Κακογιάννης, όπως και ο Νίκος Κούνδουρος, υπήρξαν τα δύο μεγάλα ταλέντα του ελληνικού κινηματογράφου από καταβολής του. Ο Κούνδουρος, είναι σκληρός ποιητής, ο Κακογιάννης, λυρικός και φιλόσοφος. Μετά από αυτούς υπάρχουν τα εξαιρετικά ταλέντα του Βασίλη Γεωργιάδη, του Γιώργου Τζαβέλα και του Γρηγόρη Γρηγορίου. Ο Αγγελόπουλος είναι ένα φαινόμενο. Άλλοι είναι παθιασμένοι μαζί του κι άλλοι τον θεωρούν τίποτα. Εμένα δε μ’ εντυπωσιάζουν οι διεθνείς κριτικές και τα βραβεία που πήρε, αλλά έχω να πω πως το έργο ‘Ο θίασο’» είναι μια μεγάλη ιστορική αλήθεια και γι’ αυτό τον συγχαίρω».
Συνεχίζοντας μιλά για τις δικές του ταινίες: «Εμένα στον κινηματογράφο μ’ ενδιαφέρει η Αλήθεια. Έκανα ταινίες όπου μίλησα για την Πατρίδα, για τον Έρωτα, για τη φτώχεια, για τον πόλεμο, για την ελευθερία. Τελείωσα το ΄81 και σταμάτησα, συνεπής όπως πάντα με τον εαυτό μου. Δεν είχα τίποτε άλλο να πω.» Και παρακάτω: «Ο κινηματογράφος για μένα είναι δύο πράγματα: ή είναι ένα πρόβλημα που βάζει ο σκηνοθέτης όπως στον ‘Πολίτη Κέιν’, ή είναι ένα ταξίδι που σε παίρνει μαζί του, όπως στα ‘Χιόνια στο Κιλιάντζαρο’. Εγώ ήμουν πάντα υπέρ του ταξιδιού».
Πως όμως ένας άνθρωπος που ξεκίνησε την καριέρα του ως δημοσιογράφος, κατέληξε να γίνει σκηνοθέτης; Ο Τάκης Κανελλόπουλος λέει: «Πολύ νέος ήθελα να γίνω δημοσιογράφος, αλλά ένας δημοσιογράφος σε φωτιές και πολέμους, όχι κλεισμένος σ’ ένα γραφείο. Δούλεψα στον ‘Ελληνικό Βορρά’ ένα χρόνο, αλλά εφόσον δε μου δόθηκε η ευκαιρία για τέτοιες αποστολές, αποφάσισα να γίνω σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Σπούδασα στην Αθήνα για ένα χρόνο, στη σχολή Σταυράκου, αλλά έφυγα αμέσως μετά στο Μόναχο, όπου έμεινα επίσης ένα χρόνο, παρακολουθώντας στα στούντιο Μπαβάρια γυρίσματα. Η δεύτερη ευτυχισμένη περίοδος της ζωής μου, είναι αυτή του Μονάχου. Γυρίζοντας στην Ελλάδα δούλεψα σαν ραδιοσκηνοθέτης, μεταφράζοντας αμερικάνικο θέατρο μέχρι που βρήκα παραγωγό για το ‘Μακεδονικό γάμο’».
Σε ένα άλλο σημείο εκφράζει τη απογοήτευσή του που έκλεισε το παλιό καφέ του Φλόκα, που ήταν το αγαπημένο του στέκι. Η άποψή του ήταν πως έπρεπε να το πάρει ο δήμος και να μην το αφήσει να κλείσει, κι όταν ο Χρήστος Παπαρίδης του λέει, πως «για όλα υπάρχει ημερομηνία λήξεως», ο Κανελλόπουλος απαντά: «Για μερικά πράγματα δεν υπάρχει ημερομηνία λήξεως, είναι κληρονομιά. Δεν υπάρχει ημερομηνία λήξεως για την ψυχή. Ο άνθρωπος πεθαίνει, αλλά αφήνει μια ολόκληρη ιστορία. Κι άλλους τους θυμούνται με αγάπη γι’ αυτήν την ιστορία τους κι άλλους με μίσος. Κάποτε κάποιος στρατηγός είπε: ‘όταν φύγω από τη ζωή, θ’ αφήσω τριανταφυλλιές και θάλασσες’. Αυτό είναι σπουδαίο. Τι αφήνεις όταν φεύγεις».
Η σχέση του Τάκη Κανελλόπουλου με τη γενέθλια πόλη, τα Θεσσαλονίκη, ήταν μια σχέση βαθιάς αγάπης αλλά και θλίψης. «Στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν κάποτε σπουδαίοι άνθρωποι που δεν υπάρχουν πια, και δεν εννοώ μόνον καλλιτέχνες. Άνθρωποι αριστοκράτες, άρχοντες, δε μιλώ ταξικά για το κέντρο της πόλης και τους πλούσιους. Μιλώ για την Πάνω όλη, την Καλαμαριά, το Ντεπό, για το Βαρδάρι. Παντού υπήρχε μια αλήθεια, ένας σεβασμός, μια ευγένεια που δεν υπάρχει πια. Μπορούσες να στηριχτείς σ’ ένα φίλο, να έχεις ουσιαστικές ανθρώπινες σχέσεις». Και συνεχίζει, λίγο πιο κάτω:  «Είναι η Θεσσαλονίκη των παιδικών και νεανικών μου χρόνων, και επειδή ακριβώς είναι αδύνατον να διώξω τις τότε αναμνήσεις μου, πάντα θα την αγαπώ. Εδώ γνώρισα τους πρώτους μου έρωτες, και τις πρώτες μεγάλες μου λύπες. Εδώ πέρασα μερικά από τα πιο ευτυχισμένα χρόνια της ζωής μου, στο Αμερικάνικο Κολλέγιο μαζί με σπουδαίους καθηγητές που μου έμαθαν ν’ αγαπώ την Ελλάδα. Σε μια Θεσσαλονίκη μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Αλλά πρέπει να παραδεχτώ ότι η Αθήνα είναι αυτή που μ αγάπησε και με ανέδειξε. Εκεί έζησα δεκαέξι χρόνια, γνώρισα ανθρώπους σπάνιους που μ’ αγάπησαν και με υποστήριξαν πολύ. Η Αθήνα, κακά τα ψέματα, είναι αυτή που δίνει τη μεγάλη ευκαιρία, για οποιοδήποτε επάγγελμα».
Όπως διαβάζουμε και παραπάνω, ο Τάκης Κανελλόπουλος αγάπησε τα χώρα του. Σε ερώτηση του δημοσιογράφου εκφράζει ξανά αυτήν την αγάπη του αλλά και την πικρία του. «Η Ελλάδα έχει επιδείξει στο παρελθόν μεγαλουργήματα και στη ζωή και στην τέχνη και στον πόλεμο. Με θλίβει η σημερινή νεολαία και το κατάντημά της. Μια νεολαία χωρίς ιδανικά. Βουτηγμένη στην ασυνειδησία. Θα σκύψω το κεφάλι στη γενιά που θα συνέλθει από αυτό το κατάντημα, που θα σεβαστεί και θ’ αγαπήσει αυτήν την πατρίδα όπως την αγάπησα εγώ».
Ο Τάκης Κανελλόπουλος έχει γράψει και αρκετά βιβλία, κυρίως νουβέλες και μικρά διηγήματα. Όταν ρωτήθηκε από το Χρήστο Παπαρίδη για τη σχέση του με τη λογοτεχνία, είπε πως θεωρεί ως μεγαλύτερο συγγραφέα τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ, «ήταν άφοβος, δε φοβόταν το θάνατο, αγαπούσε μοναδικά τις γυναίκες κι έγραφε μόνο την αλήθεια», λέει, ενισχύοντας την άποψή του. Συνεχίζοντας υποστηρίζει πως «Οι Άθλιοι» του Βίκτορα Ουγκό, είναι το μεγαλύτερο φιλοσοφικό βιβλίο που έχει γραφτεί, ενώ ένα άλλο βιβλίο που αγαπά πολύ είναι το επικό μυθιστόρημα «Ο ήρεμος Ντόν» του Μιχαήλ Σολόχοφ. Όσο για τη δική του ενασχόληση με το γράψιμο, χωρίς περιστροφή απαντά κατηγορηματικά, πως δεν είναι συγγραφέας, κι αν γράφει το κάνει επειδή επέστρεψε στο παλιό του όνειρο της δημοσιογραφίας. Σχετικά με τα βιβλία του λέει: «Τα βιβλία που γράφω, υπάρχουν άνθρωποι που τα’ αγαπούν πολύ για την απλότητα και την αλήθεια που περιέχουν. Τα ποσοστά μου τα χαρίζω σε ορφανοτροφεία. Εμένα με θυμούνται πάντα σα σκηνοθέτη».
Ο έρωτας είναι ένα κοινό στοιχείο που συναντάμε τόσο στις ταινίες, όσο και στα βιβλία του Τάκη Κανελλόπουλου. Όταν ο δημοσιογράφος Χρήστος Παπαρίδης του το επεσήμανε, εκείνος απάντησε: «Εγώ ήμουν άνθρωπος της περιπέτειας. Της περιπέτειας όχι της καλοπέρασης αλλά της βαθιάς αλήθειας σε μια ερωτική σχέση, όσο κι αν κρατούσε αυτή η σχέση. Θεωρώ πολύ σπουδαίους ανθρώπους αυτούς που ξέρουν να ερωτεύονται αληθινά. Είναι μεγάλο πράγμα να ξέρεις ν’ αγαπάς και ν’ αγαπιέσαι. Όπως είναι και μεγάλο πράγμα να βρίσκεις ευτυχία στο να δίνεις παρά να παίρνεις. Ερωτεύτηκα στη ζωή μου δύο φορές μέχρι θανάτου. Το ένα ήταν ένα κορίτσι από την Πελοπόννησο και το άλλο ένα κορίτσι από το Μόναχο». 
Η τελευταία συνέντευξη του Τάκη Κανελλόπουλου, δημοσιεύτηκε στο SL, μηνιαίο περιοδικό ποικίλης ύλης της Θεσσαλονίκης, στο τεύχος Οκτωβρίου 1990.

via 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου